Σ' εσάς που με ακούτε της Λούλας Αναγνωστάκη στο θέατρο Σημείο

  •  Συντάκτης: Μουντράκη Ειρήνη
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 10/03/2016

«Όλη η Ευρώπη θα ‘ρθει τα πάνω κάτω κι ας λένε». Τίποτα άλλο ίσως δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα το παρόν μας από την φράση αυτή που η Λούλα Αναγνωστάκη βάζει στο στόμα της Μαρίας στο έργο της Σ’ εσάς που με ακούτε. Έργο γραμμένο δεκατρία χρόνια πριν και που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον Λευτέρη Βογιατζή, -που πολύ λείπει - στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων το 2003. Σήμερα με τους χιλιάδες πρόσφυγες εγκλωβισμένους στη χώρα μας, με την ακροδεξιά σε έξαρση, με ευρωπαϊκές χώρες να κλείνουν τα σύνορά τους και το αυτονόητο αίτημα της αναγνώρισης της αξίας της ανθρώπινης ζωής και το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια να μπαίνουν στο κέντρο των συζητήσεων το έργο της Αναγνωστάκη λειτουργεί αποκαλυπτικά. Ακολουθώντας την καβάφεια μέθοδο της αναλογίας, αφήνοντας τον θεατή να ανακαλύπτει πίσω από το χθες το σήμερα, πίσω από τον κάθε ήρωα έναν άλλο ήρωα και πίσω από τα μεγάλα ζητήματα του παρελθόντος την απόλυτη διαχρονικότητά τους.

Στο Βερολίνο των αρχών του αιώνα στο επινοικιασμένο διαμέρισμα του Χανς και της Ελληνίδας συζύγου του Μαρίας, συναντιούνται άνθρωποι διαφορετικών καταβολών που οραματίζονται ένα καλύτερο μέλλον. Ο μεταπτυχιακός φοιτητής και συγγραφέας Άγης με τη γυναίκα του Σοφία, ο Ιβάν, η μητέρα της Σοφίας, ο ανάπηρος αδελφός της, ο νεαρός φίλος της μητέρας, βαποράκια ναρκωτικών. Και μαζί τους η σκιά της μαρξίστριας επαναστάτριας Ρόζας Λούξεμπουργκ να περιπλανιέται ως φύλακας άγγελος μα και οιωνός του κακού που έρχεται. Έξω, σε μια ασφυκτικά απειλητική ατμόσφαιρα προετοιμάζεται ένα μεγάλο φιλειρηνικό φόρουμ για τον «άνθρωπο». Λίγες μέρες πριν οι νεοναζί είχαν κάψει μέσα στο ίδιο τους το σπίτι έναν πατέρα και γιο, μόνο και μόνο γιατί ήταν Τούρκοι. Το μικρόφωνο που έχει στήσει ο Άγης στο σπίτι για να προετοιμάσει την ομιλία του στο φόρουμ θα χρησιμοποιηθεί για να μιλήσουν οι ένοικοι του διαμερίσματος σε εμάς που τους ακούμε. Για να μιλήσουν επιτέλους μεταξύ τους. Το εξωτερικό και το εσωτερικό εισβάλλουν αμοιβαία το ένα στο άλλο, ρευστοποιούν ή και καταργούν τα όρια, προετοιμάζοντας τις οριστικές ρήξεις. Κοινωνικές, ηθικές, πολιτισμικές, ιδεολογικές, προσωπικές. Γιατί η απειλή είναι κρυμμένη και στο εσωτερικό του σπιτιού καθώς οι σχέσεις είναι αιχμηρές, γεμάτες πληγές και αδιέξοδα.

Ο Μάνος Καρατζογιάννης είναι ένας ανήσυχος νέος δημιουργός για τον οποίο η Λούλα Αναγνωστάκη και το έργο της αποτελούν σταθερό σημείο αναφοράς. Η  πρώτη του σκηνοθετική δοκιμή ήταν το Ενέδρες της ζωής Λούλα Αναγνωστάκη mixage, μια σύνθεση πάνω στη δραματουργία της που παρουσιάστηκε στα προπύλαια του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, τον περασμένο Ιούνιο ενώ πάνω στη δραματουργία της εκπονεί και τη διδακτορική του διατριβή. Τώρα με το Σ’ εσάς που με ακούτε είναι ευδιάκριτη η αγάπη και ο σεβασμός που προσεγγίζει το κείμενο αλλά και η ωριμότητα της εργασίας του.

Παρακολούθησα την παράσταση στο θέατρο Σημείο στον δεύτερο κύκλο των παραστάσεων της (ο πρώτος κύκλος πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο 2015- Ιανουάριο 2016 στο Ίδρυμα Μ. Κακογιάννη όπου οργανώθηκε και ένα εορταστικό διήμερο ομιλιών και παρουσιάσεων του έργου της με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο). Ο σκηνοθέτης δίνει απόλυτη προτεραιότητα στο ίδιο το θεατρικό κείμενο και το αφήνει να μιλήσει μέσα από  καθαρές ερμηνείες και χωρίς απόπειρες εντυπωσιασμού στήνοντας μια μετρημένη και δομικά ισορροπημένη παράσταση χωρίς όμως να λείπουν οι στιγμές έντασης, σύγκρουσης μα και κάθαρσης ενώ είναι ευδιάκριτος στο αποτέλεσμα ο σημερινός λυγμός και η απελπισία του ατόμου.

Ο Καρατζογιάννης καθοδήγησε τους ηθοποιούς του με προσοχή και εγκράτεια αναδεικνύοντας τα βασικά χαρακτηριστικά των χαρακτήρων τους, τους δούλεψε με ρεαλιστικά υλικά και πολλή ευαισθησία αναδεικνύοντας ένα καλοδουλεμένο σύνολο. Η Όλια Λαζαρίδου (Έλσα) με την εμπειρία της αλλά και τη γνήσια σκηνική της δύναμη μας προσέφερε μια μεστή ερμηνεία, μια μητέρα που κατασπαράζει το ένα της παιδί για χάρη του άλλου και αποποιούμενη τις δικές της ευθύνες, ακροβατώντας μεταξύ της κτηνωδίας και της συναισθηματικής κατάρρευσης. Η Μαρία Ζορμπά έπλασε την Μαρία συνδυάζοντας την παιδική αφέλεια με την απελπισία του ετοιμοθάνατου. Με ενδιαφέρουσες όψεις, αν και σχηματικός, ο Άγης του Ανδρέα Κοντόπουλου.  Η Δανάη Επιθυμιάδη (Σοφία) διαθέτει μια γοητευτική δωρική σκηνική παρουσία, με άνεση στα τεχνικά της μέσα. Ο έμπειρος Άντριαν Φρίλινγκ (Χανς) φέρει επί σκηνής τις γερμανικές του καταβολές και τις μπολιάζει με τις ελληνικές του επιρροές πλάθοντας ικανοποιητικά μια αποπροσανατολισμένη, χαμένη ύπαρξη. Οι Γιάννης Καραούλης (Τζίνο), Μάνος Στεφανάκης (Ιβάν), Σταύρος Γιαννακόπουλος (Νίκος) και η Κλεοπάτρα Μάρκου (Τρούντελ) σε σωστή κατεύθυνση αλλά πιο αδύναμοι.

Εξαιρετικά απλό αλλά εύστοχα ατμοσφαιρικό και λειτουργικό το σκηνικό του Γιάννη Αρβανίτη – άδειος χώρος και καρέκλες για τους ηθοποιούς που βρίσκονται επί σκηνής σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, αναλόγως συμβατά τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα και υποδηλωτικοί οι σκληροί φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη. Προσεγμένη και καλοδουλεμένη η κίνηση από τη Ζωή Χατζηαντωνίου.

Μια φροντισμένη παράσταση που δίνει ελπίδες για τον νέο σκηνοθέτη που μας συστήνεται αλλά κυρίως μας θυμίζει την τύχη μας να έχουμε τη Λούλα Αναγνωστάκη και τη φωνή της ανάμεσά μας, οδηγό σε μια κοινωνία σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.