Τα Κόκκινα Φανάρια στη Θεσσαλονίκη

  •  Συντάκτης: Πατσαλίδης Σάββας
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 08/03/2018

Πύκνωσαν απότομα οι παραστάσεις στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Το ΚΘΒΕ μπήκε δυναμικά στο δεύτερο μισό της σεζόν με τέσσερις νέες παραγωγές, την ίδια στιγμή που το ελεύθερο θέατρο επιδεικνύει μια  έντονη κινητικότητα, με παραστάσεις τόσο εγχώριας όσο και αθηναϊκής προέλευσης.

Από την εγχώρια παραγωγή είδα στο θέατρο «Αυλαία», από το «Θέατρο του Άλλοτε», τα «Κόκκινα φανάρια» του Γιώργου Γαλανού, η γνωστή σε όλους μας ταινία γύρω από τον κόσμο των περιθωριακών της Τρούμπας που κάποτε γνώρισε δόξες και τιμές. Απλά τώρα διερωτώμαι σε τι αποσκοπεί μια αναβίωσή της. Έχει να προσφέρει κάτι; Με δεδομένες τις ευκολίες που προσφέρει το διαδίκτυο αλλά και γενικότερα το lifestyle της εποχής, εξακολουθεί να είναι εμπορεύσιμος ο απαγορευμένος «εξωτισμός» της Τρούμπας;

Σούπερμαρκετ μελοδραμάτων

Αν δει κανείς το εγχείρημα με όρους καθαρά ποσοτικούς, τα νούμερα δείχνουν ότι έχει ακόμη αντοχές. Όσα χρόνια και να περάσουν, το μελόδραμα, ακόμη και με ρυτίδες, θα συνεχίσει με τον τρόπο του να γοητεύει. Μάλιστα,  όσο πιο βαθιά είναι η κρίση (οποιασδήποτε μορφής) που βιώνει μια κοινωνία τόσο πιο ελκυστικό γίνεται. Δείτε τις μελοδραματικές ιστορίες που συνοδεύουν μια επανάσταση, μια εξέγερση, ένα πόλεμο, μια μεγάλη καταστροφή, οικονομική, περιβαλλοντική κ.λπ.Αν ρωτήσεις τον κόσμο κατά πόσο του αρέσει το μελόδραμα, οι περισσότεροι, και κυρίως οι πιο «κουλτουριάρηδες» και οι ιδεολογικά πιο «υποψιασμένοι,, θα σου πουν ότι το βρίσκουν φτηνιάρικο, παραπλανητικό, ισοπεδωτικό, ανάξιο λόγου και αναφοράς. Ως εδώ, όμως. Στα λόγια, δηλαδή. Γιατί δοθείσης της ευκαιρίας θα τρέξουν, μαζί με όλους τους «ανενημέρωτους» άλλους, να το  «καταναλώσουν».

Αρέσει δεν αρέσει, μία είναι η αλήθεια: ζούμε μέσα στο και από το μελό. Δεν υπάρχει τίποτα έξω από αυτό. Σεργιανίζουμε ανάμεσα στα ράφια ενός απέραντου σούπερμαρκετ που διαρκώς πουλά μελοδράματα σε προσιτή τιμή. Οι ειδήσεις, τα ανεκδιήγητα ριάλιτι σόου (αλά «Survivor» και «Πάμε πακέτο»), οι δακρύβρεχτες και ποικιλοτρόπως στημένες συνεντεύξεις, οι εκ βαθέων (ειλικρινείς υποτίθεται) εξομολογητικές αυτοβιογραφίες, οι αστυνομικού τύπου εκπομπές (αλά Νικολούλη), τα ρεπορτάζ από τα πολεμικά μέτωπα, οι ιστορίες γύρω από το μεταναστευτικό, τα αποκεφαλισμένα σώματα αιχμαλώτων, οι τηλεταινίες, τα τηλεπαιχνίδια, όλα μαζί συνθέτουν έναν πολιορκητικό κλοιό από τον οποίο κανένας δεν ξεφεύγει. Δεν υπάρχει χώρος του πολιτισμού που να μην επηρεάζεται από τις τοξικές παρενέργειές του μελοδράματος.

Και μιας και μιλάμε για θέατρο, κάντε τον κόπο και διαβάστε την ιστορία του. Αρχίστε από τις «Ικέτιδες» (το πρώτο σωζόμενο έργο) μέχρι τις μέρες μας και θα διαπιστώσετε κάτι πολύ απλό: οι σελίδες  που αφιερώνονται στην κωμωδία κατέχουν λιγότερο από το 10% του συνόλου. Το 90%, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αφορά τον ανθρώπινο πόνο πασπαλισμένο με μια γενναία δοσολογία μελό. Τι σημαίνει αυτό; Το προφανές: η δυστυχία, ανεξάρτητα από πού προέρχεται, πουλάει περισσότερο από την ευτυχία.

Η αγορά του πόνου

Όσο σκληρό και ν’ ακούγεται, ο  άνθρωπος πάντα πλήρωνε, και θα συνεχίσει να πληρώνει, για να παρακολουθεί τη «δυστυχία» των άλλων. Δεν είναι θέμα κακίας ούτε διαστροφής ούτε κάποιας εκδικητικής διάθεσης. Από τη στιγμή που το «κακό» αφορά τους άλλους, δεν έχει πρόβλημα να το αντιμετωπίσει (ακόμη και με γοερό κλάμα) με την ιδιότητα του αποστασιοποιημένου θεατή.

Επίσης, το γεγονός ότι  κάθε άνθρωπος αισθάνεται καλά  όταν του προσφέρονται εύκολες και απόλυτες λύσεις στα όποια προβλήματα, είναι ένας επιπλέον λόγος που κάνει το μελόδραμα θελκτικό. Το μελόδραμα ικανοποιεί αυτή την επιθυμία τακτοποίησης σκέψεων και συναισθημάτων. Λειτουργεί ακριβώς με τη λογική του άσπρου/μαύρου. Εκμεταλλεύεται τους όποιους κώδικες έχει στη διάθεσή του ώστε να πολώσει τις αντιδράσεις των δεκτών. Δεν αφήνει περιθώρια άλλων επιλογών. Μεριμνά ώστε όλα να είναι συνήθως ξεκάθαρα: «Είτε είσαι με τους καλούς είτε με τους κακούς». Ποτέ το άκρως μεταμοντέρνο «αμφότερα/και».

Με δυο λόγια, με το μελόδραμα ο δέκτης νιώθει σαν στο σπίτι του. Δεν χρειάζεται να ζοριστεί ούτε καν να σκεφτεί, αφού έχουν σκεφτεί άλλοι πριν από αυτόν ποιο είναι το συμφέρον του ή ποια είθισται να είναι η «υγιής» επιλογή του ή η θέση του απέναντι σε μια κατάσταση. Μην πάτε μακριά: δείτε το πολιτικό μελόδραμα. Κάθε κόμμα ασκείται μετά μανίας στην ιδεολογική πόλωση ώστε να αποφεύγονται οι διαρροές που παρουσιάζουν οι ενδιάμεσες (μεταμοντέρνες) θέσεις. Κανένας άλλος χώρος δεν κάνει τέτοια εκτεταμένη (και κουραστικά προβλέψιμη) χρήση όλων των μελοδραματικών κλισέ όσο αυτός.

Επειδή όμως το θέμα είναι τεράστιο κάπου εδώ βάζω τελεία για να επιστρέψω εκεί που άρχισα: στην παράσταση.

Παράσταση με μυρωδιά ναφθαλίνης

Για τους περισσότερους θεατές εκτιμώ πως δεν μπήκε θέμα αισθητικού αποτελέσματος: κατά πόσο δηλαδή η σκηνοθεσία της Β. Δουμανίδου δικαιολόγησε την επαναφορά ενός έργου ποικιλοτρόπως μέτριου. Εκείνο που μέτρησε ήταν το ίδιο το θέμα.

Όπως είπα, ο άνθρωπος αρέσκεται να βλέπει, κοινώς να παίρνει μάτι τους άλλους να κάνουν ό,τι αυτός δεν μπορεί ή δεν θέλει ή αποφεύγει να κάνει. Κανένας υγιής γονιός, για παράδειγμα, δεν θα ήθελε να δει την κόρη του σε πορνείο, όμως πληρώνει να δει τις κόρες άλλων γονιών να εκπορνεύονται. Και αυτό είναι που κάνει τα «Κόκκινα φανάρια» αβανταδόρικο εγχείρημα στο ταμείο, μόνο που η αβάντα πάει περίπατο χωρίς το αναγκαίο «ρετούς».

Είναι απλή λογική: τίποτα δεν είναι υπεράνω των διαβρωτικών παρενεργειών του χρόνου. Ούτε ο πόνος, ούτε η τραγωδία, ούτε ο έρωτας ούτε το πώς κοιτάμε το εκπορνευμένο σώμα. Άλλες οι αποδεχτές απόψεις περί πορνείας, απώλειας, παρανομίας, παρθενιάς κ.λπ τότε και άλλες τώρα. Και εδώ είναι που την πάτησε, κατά τη γνώμη μου, η σκηνοθέτιδα. Πίστεψε ότι η δακρύβρεχτη ιστορία από μόνη της μπορεί να σώσει το εγχείρημά της. Επαναπαύθηκε. Δεν έκανε απολύτως τίποτε ώστε να της φορέσει ένα πιο σύγχρονο κουστουμάκι.  Δεν αναζήτησε κάποια παρακαμπτήρια μονοπάτια για να ξαφνιάσει, να εμβολιάσει κύτταρα ζωντανού οργανισμού σε ένα έργο που είχε ανάγκη από αναστυλώσεις. Αρκέστηκε στα προβλέψιμα που τις προσέφεραν οι μελοδραματικές προδιαγραφές του στόρι. Και έτσι προχώρησε και δίδαξε (τρόπος του λέγειν) τους ρόλους ώστε να χωράνε  όλοι κάτω από την ομπρέλα ενός εκλαϊκευμένου και συνάμα κακοπαιγμένου μελοδραματικού ρεαλισμού.

Θεωρώ πως όφειλε να γνωρίζει ότι ο ρεαλισμός (και κυρίως ο μελοδραματικός), όσο εύκολος και να φαντάζει, δεν είναι παίξε γέλασε. Όταν δεν υπηρετείται σωστά γυρίζει μπούμερνγκ, υπό την έννοια ότι εκθέτει (και πολύ συχνά γελοιοποιεί), γιατί ακριβώς είναι μια αναγνωρίσιμη τεχνική με την οποία όλοι νιώθουμε οικείοι και συνεπώς όλοι μπορούμε να έχουμε άποψη, να εντοπίσουμε το κακό παίξιμο, τα λάθη, τις υπερβολές, τις αστοχίες κ.λπ.

Ερμηνείες

 Στα δικά μου μάτια οι περισσότεροι (με κάνα δυο εξαιρέσεις) που συμμετείχαν σε αυτήν την επαναφορά των «φαναριών», καμώνονταν το ύφος του ρεαλισμού, άλλοτε ποζάροντας, άλλοτε στομφάροντας και άλλοτε απλά απαγγέλλοντας ή μουγγρίζοντας τα πάθη τους. Η σκηνοθεσία όφειλε να τους προστατεύσει λέγοντάς τους ότι ρεαλισμός δεν θέλει σφίξιμο, καμώματα, ψεύτικα τερτίπια και πόζες. Θέλει φυσικότητα, άνεση, καθαρά περιγράμματα και κυρίως εσωτερικές διεργασίες  προκειμένου το σώμα και η φωνή να κινηθούν στα φυσικά τους όρια.

Το σκηνικό της ομάδας πολύ φορτωμένο και πολύ παλιάς (ψευδορεαλιστικής) κοπής.

Συμπέρασμα: μια παράσταση με φανάρια χωρίς φως.