(1ος τίτλος: Βοϊδάγγελοι)
Ο Σκαρίμπας είναι «συνταξιούχος τελωνειακός, διασαφιστής και τάχα λογοτέχνης, συν κιόλας... απαράσημος, ανάξιος απόγονος ορεσιβίων προγόνων», όπως αυτοσυστηνόταν το υπαρκτό πρόσωπο, όμως τούτος ο χαρακτηρισμός περικλείει μια υπέρβαση, αποτελεί λογοπαίγνιο και αυτές τις υπερβάσεις και τα λογοπαίγνια εκείνου εκμεταλλεύτηκε ο συγγραφέας για να προχωρήσει σε μια υπέρβαση και να τον φέρει αντιμέτωπο με τη Χαλκίδα που ποτέ δεν αποχωρίστηκε κι εκείνη τον δέχτηκε σαν αλλόκοτο πλάσμα της. Ο Σκαρίμπας του Σολδάτου είναι «ένα αφηγηματικό τέχνασμα».
Ίσως το υπαρκτό πρόσωπο, ανακατωσούρας από τη φύση του, να αισθάνθηκε τον παραγκωνισμό του από νέος κι ενώ τον όρισαν διασαφιστή, φύτρωσε λογοτέχνης, για να τα γκρεμίσει όλα και να στήσει έναν δικό του κόσμο, να αποδώσει τη δική του δικαιοσύνη. Ήθελε, λέει, να βρει «την αληθινή αλήθεια της αλήθειας» και να μας τη συστήσει. Ανακάτεψε την κατεστημένη γλώσσα και αφήγηση, σαν τους υπερρεαλιστές, και κατασκεύασε δικές του ποιητικές συνθέσεις. Ανακάτεψε την κατεστημένη ιστορία και αποπειράθηκε να βγάλει όλα τα άπλυτά της στη φόρα. Και, φυσικά, η κατεστημένη λογοτεχνία τον απορρόφησε σαν μια ιδιότυπη και ενδιαφέρουσα περίπτωση. Έσπευσαν να τον κατατάξουν σε είδος, να τον εγκωμιάσουν, να τον βιογραφήσουν και να μην τον αφήσουν απαράσημο. Είχε κάθε λόγο να τους κηρύξει τον πόλεμο, έστω και με τα κουζινομάχαιρα και τα νεροπίστολα. Αποδόμηση του καθωσπρεπισμού τους επιχειρούσε. Ο ήρωας του έργου ονομάζεται Γιάννης Σκαρίμπας, είναι ο περίεργος «κοινωνιολόγος» που ορίζει αρνητικά την κοινωνιολογία σαν επιστήμη που «δεν φτιάχτηκε να περνάει ο κύριος Παναγιώτης Κανελλόπουλος την ώρα του...» (Το '21 και η αλήθεια), ο περίεργος «ιστορικός» που ορίζει αρνητικά την ιστορία λέγοντας πως «ούτε η πανούκλα ούτε η αραποβλογιά κάμαν τόσο κακό στην ανθρωπότητα όσο οι ιστορικοί και η ιστορία...» (Τράπουλα), ο περίεργος «λόγιος» που ορίζει αρνητικά το λογιοτατισμό, λέγονας πως «από τον Κιουταχή και τον Μπραΐμη μπόρεσε και απαλλάγηκε το έθνος μας – μα από την ψώρα του Κοραή ακόμα ξύνονται οι Έλληνες» (Τράπουλα), ο περίεργος «γλωσσοπλάστης» με τους «ασπασμαστράγγελούς» του (=ασπασμός αγγέλων προς τα άστρα), τις «κλουμπακερές» και τα «γλυ-κο-κλου-μπα-κί-ζω» του (λέξεις από τον ήχο της θάλασσας) τις «ακουρμάστρες» του (ακούω προσεχτικά), τα «χαπαφτύνω» του (χαπ και φτύνω) και τους «ντιγκιγντάν» του (κομψευόμενος με ομοφυλοφιλία), κουβαλάει την κληρονομιά, τις ρίζες και την ειρωνεία του από τους μεγάλους καταραμένους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας των δύο περασμένων αιώνων (Κλάιστ-Μπίχνερ-Ζαρί-Απολινέρ-Βερλέν-Ρεμπό). Αυτών που ποτέ δεν κυρίαρχησαν πάνω στο έργο τους, αλλά αντίθετα το έργο τους καθόρισε τη στάση τους. Ο Ζαρί, όταν πέθανε, ζήτησε μια οδοντογλυφίδα σαν τελευταία του επιθυμία. Και η ειρωνεία είναι πως, ενώ τους έβαλε να ψάχνουν για οδοντογλυφίδες, αυτός πέθανε σπάζοντας πλάκα μαζί τους.
Μια κατασκευή ήταν το έργο του· κατασκευή και ο καθημερινός του βίος· μια κατασκευή θέλει να είναι και τούτο το έργο, αυθαίρετη, ανιστόρητη, κάτι σαν σκαριμπικό ποιητικό παραλήρημα.
2 άντρες – 2 γυναίκες
3 άντρες – 3 γυναίκες
1 άντρας – 5 γυναίκες
Ο Νεωτερισμός και η Μυθοπλασία στο θεατρικό έργο του Γιάννη Σολδάτου
Κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα και ιδιαίτ...
2014 © greek-theatre.gr ALL Rights Reserved. Όροι Χρήσης
Design & Development by E.K.