«Μετά το τέλος του κόσμου· ένα αρχείο ματαιωμένων σχεδίων»
Σκηνοθεσία: Παντελής Φλατσούσης
Για να αξιολογήσει κάποιος πληρέστερα το τελευταίο θεατρικό εγχείρημα του Παντελή Φλατσούση, δεν αρκεί μόνο να παρακολουθήσει την παράσταση «Μετά το τέλος του κόσμου· ένα αρχείο ματαιωμένων σχεδίων». Χρειάζεται επιπλέον να την αντιληφθεί ως μέρος και συγχρόνως ως κεντρικό γεγονός μιας μεταπανδημικής, πολιτικο-κοινωνιολογικά ανήσυχης και πιο σύνθετης σύλληψης, με χαρακτήρα ερευνητικό. Από τους νεότερους εκπροσώπους μια γενιάς Ελλήνων δημιουργών που πειραματίζονται με το «θέατρο του πραγματικού», ο Φλατσούσης ιχνηλατεί στη συγκεκριμένη παράσταση τις δυνατότητες του είδους μέσα από τους δικούς του συνδυασμούς φόρμας και περιεχομένου, που φαίνονται απλοί εκ πρώτης όψεως, αποκαλύπτουν όμως τελικά μια εσωτερική και ενδιαφέρουσα δικτύωση ιδεών, ζητημάτων, σκηνικών μέσων και εργαλείων.
Έχει σημασία ότι η σκηνική πρόσληψη δρομολογήθηκε πολύ πριν από την πρεμιέρα: προηγήθηκαν και κοινοποιήθηκαν δημόσια πέντε podcasts-συζητήσεις του σκηνοθέτη, με καλεσμένους από διάφορους χώρους (Β. Σαββίδη, Λ. Ρόκου, Λ. Σταύρακας, Δ. Παπανικολάου, Α. Λιάκος). Μέσα από αυτά, αφενός αναδείχθηκαν οι θεματικές διακλαδώσεις και το θεωρητικό πλαίσιο τού project, αφετέρου προ-υποδηλώθηκε ο ακουστικός σχεδιασμός τής παράστασης, η οποία μπορεί και να λογιστεί έτσι ως ένα συνοψιστικό, live θεατρικό podcast. Πώς όμως αυτό υλοποιήθηκε;
Η σκηνική συνθήκη είναι αυτή μιας νυχτερινής ραδιοφωνικής εκπομπής, όπου δυο ηθοποιοί-παρουσιαστές (Γιώργος Κριθάρας και Άλκηστις Πολυχρόνη), απομονωμένοι στο γυάλινο booth του σταθμού, υπενθυμίζουν σημαντικά και ως επί το πλείστον δραματικά παγκόσμια γεγονότα (πτώση του τείχους,11η Σεπτεμβρίου, πόλεμοι, κρίση, πανδημία, κλπ.), από αυτά που μετέβαλαν άρδην την πορεία του κόσμου («το τέλος της ιστορίας»), ακυρώνοντας ζωές, χώρες, προγραμματισμούς και βεβαιότητες. Μετά, γλιστρούν με ευκολία από το μεταξύ τους παρεΐστικο small talk, στα αποτελέσματα της ερευνητικής δειγματοληψίας που αποτέλεσε τη «μαγιά» της παράστασης, αλλά και σε άμεσες ερωτήσεις περί ματαίωσης προσωπικών σχεδίων στους «ακροατές» τους. Αυτοί είμαστε (και) εμείς, που τους βλέπουμε και ταυτόχρονα δεχόμαστε στο αυτί μας τις φιλικές, ζεστές φωνές τους, διαμεσολαβημένες από τα ακουστικά που μας έχουν δοθεί εξαρχής στην είσοδο. Σαν θεατές είμαστε κοινότητα, η ακρόαση όμως είναι ιδιωτική υπόθεση του καθενός ξεχωριστά, μοιάζει να υπαινίσσεται η διαδικασία. Άλλωστε μια αντίστοιχη, διαλεκτική διάκριση ανάμεσα στην ολότητα και τη μονάδα, στη μεγάλη εικόνα και την ατομική εμπειρία διαμορφώνει και τη συλλογιστική βάση του εν λόγω εγχειρήματος.
Αν πάντως η οπτικο-ακουστική σκηνοθεσία μάς οδηγεί να σκεφτούμε την παράσταση σαν ένα hommage στο ραδιόφωνο και στην ξεχασμένη, απολαυστική εμπειρία του ραδιοφωνικού θεάτρου, υπάρχει ακόμη μια τεχνολογική όψη, που την καθιστά παιγνιωδώς συμμετοχική και ελεγχόμενα διαδραστική: μέσα από μια ειδική εφαρμογή στο κινητό μας, δίνουμε απαντήσεις για τις δικές μας ήττες και τις ακούμε στη συνέχεια (ανώνυμα) από τους παρουσιαστές, ενώπιον όλων. Και μπορεί όλα αυτά χωριστά να αξιοποιούνται ήδη στο σύγχρονο θέατρο, όμως το σημαντικό εν προκειμένω είναι η συνέργειά τους: ο θεατής δεσμεύεται έτσι σφιχτά στους χρόνους, στα μέσα και στο κεντρικό αίτημα της παράστασης, για να αξιοποιηθεί τελικά και ο ίδιος ως τεκμήριο, σε μια απλο-πολύπλοκη δραματουργία-ντοκουμέντο που εν μέρει διαμορφώνεται επί τόπου.
Και μολονότι οι περισσότερες απαντήσεις (ειλικρινείς, χιουμοριστικές ή και σπαρακτικές) στέκονται κυρίως στο επίπεδο του εξομολογητικά ατομικού και των διαπροσωπικών σχέσεων, μετατρέποντας τη θέαση σε μια «θεραπευτικά» ανθρωποκεντρική και ευχάριστη εμπειρία για όλους – ίσως λιγάκι πιο πολύ για τα νεανικά ακροατήρια –, στην πραγματικότητα, η αγωνία μιας γενιάς που βλέπει τον κόσμο να μεταβάλλεται ραγδαία και ερήμην της στοιχειώνει τη δραματουργική δομή βάθους και λαμπυρίζει επίμονα και στοχαστικά κάτω από την ελπιδογόνα δομή επιφανείας. Γιατί πίσω από τις ατομικές μικροαφηγήσεις ματαίωσης σοβεί πάντα η Ιστορία και το πολιτικό μεγα-γεγονός, τα ερωτήματα και οι φόβοι για όσα συνέβησαν, συμβαίνουν ή θα συμβούν, οι αναζητήσεις για το πώς το δημόσιο και το συλλογικό εισδύουν στο προσωπικό, για τα όρια της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης, της ευθύνης μας και της δυνατότητας να ορίζουμε τις περιστάσεις, για το πώς αντιστέκεται και πώς εντέλει μπορεί να υπάρξει κάποιος σε έναν τρομακτικό και ανοίκειο κόσμο, πώς πέφτει, πώς ξανασηκώνεται, πώς (και αν) συνεχίζει.
Αυτό που μεταξύ άλλων κάνει η παράσταση, συλλέγοντας πριν και κατά τη διάρκειά της ανευόδωτα πλάνα και διαψεύσεις, είναι να δημιουργεί ένα είδος ανεπίσημου αρχείου για τα στραπάτσα και τα ρήγματα του απλού ανθρώπου και του πολίτη, διερευνώντας στην πράξη τόσο τη δυναμική του αρχείου – έννοια που συζητείται σήμερα έντονα σε πολλά επιστημονικά πεδία – όσο και το πώς θα μπορούσε το ατελέσφορο να γίνει αφετηρία αντίδρασης και επανεκκίνησης.
Και κάτι τελευταίο: αν εν γένει το θέατρο τεκμηρίωσης σηματοδοτείται ειδολογικά από την εστίασή του στα πραγματικά γεγονότα, ο Φλατσούσης έρχεται να προχωρήσει το σχετικό σκεπτικό λίγο παραπέρα: ντοκουμέντο για αυτόν δεν είναι μόνο ό,τι συνέβη, αλλά παραδόξως και ό,τι ποτέ δεν συνέβη, δηλαδή το δυνητικό, το ανεκπλήρωτο, το μη-γεγονός. Πληροφορία και νόημα ενυπάρχουν και στο μη-τετελεσμένο, στο ατελές, στο προσχέδιο. Εν ολίγοις, όλα όσα δεν έγιναν αλλά τα σκεφτήκαμε, όσα θελήσαμε αλλά δεν καταφέραμε, και πραγματικά είναι, και μαρτυρούν, και μας ορίζουν.
INFO
Θέατρο Κάμιρος, Κυψέλη
Σύλληψη-Σκηνοθεσία: Παντελής Φλατσούσης
Κείμενο παράστασης: Παντελής Φλατσούσης και η ομάδα, με τη συμμετοχή του κοινού
Δραματουργία: Παναγιώτα Κωνσταντινάκου, Έλενα Τριανταφυλλοπούλου
Ηθοποιοί: Γιώργος Κριθάρας, Άλκηστις Πολυχρόνη
Σκηνικός Χώρος: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Ηχητικός σχεδιασμός & Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Παναγιώτης Μανουηλίδης
Σχεδιασμός και υλοποίηση λογισμικού: Κωνσταντίνος Νησίδης
Σχεδιασμός φωτισμών: Τζάνος Μάζης
2014 © greek-theatre.gr ALL Rights Reserved. Όροι Χρήσης
Design & Development by E.K.