Μια συνάντηση με την Ιώ Αρματά

  •  Συντάκτης: Μαχπούπ Νατάσσα
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 07/12/2021

Η Ιώ Αρματά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Δημιουργική Γραφή στο Μεταπτυχιακό του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας στην Φλώρινα και ποίηση στο Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Με τα βιντεοποιήματά της Travelling και Metamorfosis συμμετείχε στα διεθνή φεστιβάλ βιντεοποίησης https://filmfreeway.com/IoArmata

Το Μια Μέρα Πριν είναι το πρώτο της θεατρικό έργο. Το έργο ανέβηκε στο θέατρο ΠΚ σε σκηνοθεσία Τάσου Φραγκιά και η συγγραφέας δίνει στο   Greek Play Project την πρώτη της συνέντευξη.

 

Το έργο σας έκανε μία και μοναδική παράσταση στο Θέατρο ΠΚ στις 2 Νοεμβρίου του 2020 πριν κλείσουν τα θέατρα λόγω της πανδημίας. Τι αλλαγές έγιναν στην παράσταση από τότε και ποια προσέγγιση σας ικανοποιεί περισσότερο;

Το έργο πράγματι πέρυσι πρόλαβε να κάνει πρεμιέρα και την επόμενη μέρα έκλεισαν τα θέατρα λόγω covid. Έως τότε επειδή το «Μια μέρα πριν» είχε περάσει από μύριες συμπληγάδες πέτρες, οι ηθοποιοί είχαν αρχίσει να συζητούν για το «στοιχειό», που καταδυνάστευε την παράστασή μας. Ο αιφνίδιος θάνατος του Διονύση Μπουλά ήταν για εμάς το ισχυρότερο πλήγμα. Εκτός από τον ταλαντούχο συνεργάτη και βασικό μας ηθοποιό, χάσαμε μαζί και τον φίλο. Η παράσταση αυτή είναι αφιερωμένη στην μνήμη του. Ο Τάσος φρόντισε για αυτό κόντρα σε όλους τους αέρηδες. Η πρεμιέρα του 2020 ήταν μια μικρή δικαίωση για τη νεοσύστατη ομάδα μας «pi synergy», στην οποία ο Διονύσης υπήρξε ιδρυτικό μέλος.

Θέλω να πω ότι η παράσταση είχε αλλάξει πριν την πρώτη πρεμιέρα. Όταν αλλάζεις έναν ηθοποιό, το έργο δε μένει ανεπηρέαστο. Ο ηθοποιός μεταφέρει τον κόσμο του, την ευαισθησία του, την ευφυία του. Και εμείς είχαμε κάνει μια αντικατάσταση, πριν καν συστηθούμε. Το διάστημα που τα θέατρα ήταν κλειστά, δε σταματήσαμε να δουλεύουμε. Προσθέσαμε έναν ρόλο και αντικαταστήσαμε τρεις ηθοποιούς. Οι συνεργάτες που χάσαμε, πήραν μαζί τους και ένα πολύτιμο κομμάτι που θα μου λείπει πάντα. Φέτος πιστεύω ότι παρουσιάζουμε μια πιο ώριμη και ολοκληρωμένη προσέγγιση, γιατί είχαμε την ευκαιρία να δουλέψουμε περισσότερο και επιπλέον γιατί καταφέραμε να προσθέσουμε ένα ρόλο με τον Τάσο, που ενώ τον οραματιζόμασταν από την αρχή, δεν ήμασταν έτοιμοι να τον εντάξουμε.  

 

Πώς προέκυψε η επιθυμία σας να γράψετε θέατρο και η συνεργασία σας με τον κύριο Τάσο Φραγκιά;

Όταν ήμουν φοιτήτρια της γεωπονικής, συμμετείχα σε μια ομάδα θεάτρου ως ερασιτέχνης ηθοποιός. Το αναφέρω, γιατί η πρώτη μου επαφή με το θέατρο είναι το πρώτο από τα δυο κομβικά σημεία της ζωής μου, που μου ανέτρεψαν την οπτική μου για τον κόσμο και με βοήθησαν πολύ στην αναζήτηση της ταυτότητάς μου. Ήταν η περίοδος που ονειρευόμουν, να κρεμάω κουρτίνες για την ομάδα του Θ. Τερζόπουλου και που κοιμόμουν στη σκηνή του θεάτρου, γιατί μόνον εκεί μπορούσα να νοιώσω ασφαλής και σε συμφωνία με τον εαυτό μου. Ήταν η περίοδος που ήθελα να γίνω ηθοποιός, μέχρι την συνειδητή μου απόφαση να μην γίνω και την αποτοξίνωσή μου από το θέατρο. Πέντε φρικτά χρόνια όπου ένοιωθα την απώλεια. Ήξερα πάντα ότι θα επέστρεφα στο θέατρο, μόνο που δε μπορούσα να προβλέψω τον τρόπο και τον χρόνο.

Με τη συγγραφή τα πράγματα ήρθαν κάπως φυσικά. Ποτέ δεν ένοιωσα να την επιλέγω. Αντίθετα, το πρώτο μου ποίημα το έγραψα σε ηλικία έντεκα χρονών, για να προλάβω το διάλλειμα. Μέχρι τότε οι εκθέσεις μου διαβάζονταν συστηματικά στην τάξη ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Η τύχη μου άλλαξε, με την μικρή μου «λογοτεχνική επανάσταση». Δυστυχώς από εκείνα τα χρόνια δεν έχω διασώσει κανένα κείμενο. Τα έκαψα όλα σε μια προεφηβική κρίση.

Οι συγκυρίες με ευνοήσαν πολύ στο κεφάλαιο συγγραφή. Η φοίτησή μου στο σπουδαστήριο ποίησης Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, ήταν μια τρελή ευκαιρία για εμένα και για κάθε επίλεκτο χωριστά. Ήταν σαν ένα χέρι να μας πήρε και να μας πέταξε κατευθείαν στην πηγή. Έως τότε η εικόνα που είχα για τους ποιητές, είναι ότι ήταν πλάσματα πεθαμένα και που σε κάθε περίπτωση δε ζουν ανάμεσά μας. Οφείλω πολλά στο περιβάλλον του εργαστηρίου και το συστήνω σε κάθε νέο άνθρωπο που τον ενδιαφέρει η συγγραφή.   

Με τον σκηνοθέτη της παράστασής μας γνωριστήκαμε τυχαία σε ένα live όπου με άκουσε να παίζω πριόνι και κρυσταλλόφωνο. Με πλησίασε με σκοπό να μου προτείνει να πλαισιώσω μουσικά την παράσταση που ετοίμαζε - ότι είχε έρθει ο Τάσος από τον Καναδά τότε. Με ιντρίγκαρε το γεγονός ότι είχαμε κοινές προσλαμβάνουσες, μου άρεσε πολύ η σκηνοθετική του ματιά και δέχτηκα. Είχα αφήσει μια εκκρεμότητα σε σχέση με το θέατρο εξάλλου. Κάποια στιγμή μου ζήτησε να διαβάσει κείμενά μου και αυτό ήταν. Στην επόμενη συνάντησή μας ο Τάσος είχε έρθει μεθυσμένος από εικόνες και το όραμά του. Μιλούσε ακατάπαυστα, με ενθουσιασμό και έκανε σχέδια με το μολύβι και τα χέρια του. Έβλεπε μπροστά του μια παράσταση. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη τη μέρα. Το πάθος του, τις ανασφάλειές μου, την αρχή από το κοινό μας ταξίδι...

 

Που παραπέμπει ο τίτλος του έργου;

Ο τίτλος δεν είναι δικός μου, ήταν ανάθεση έργου. Δόθηκε από την Πένυ Φυλακτάκη σε εμένα και σε άλλους 5-6 φοιτητές στο Μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής. Έπρεπε να γράψω ένα μονόπρακτο με αυτόν τον τίτλο, για να περάσω το μάθημά της. Φοβήθηκα την λευκή σελίδα αυτή πολύ. Έβλεπα την οθόνη του υπολογιστή μου να μην γεμίζει λέξεις, τον κέρσορα να μένει ακίνητος. Συμφιλιώθηκα με το όνομα του τίτλου μόνο όταν κατάφερα να απαντήσω στο ερώτημα «Μια μέρα πριν από τι;»

 

Ο πρωταγωνιστής του έργου έχει έναν προορισμό που λέγεται «Ξεχασμένη». Γιατί ονομάστηκε έτσι ο προορισμός του ήρωα και ποια η σκέψη σας πίσω από αυτή την ονομασία;

Η «Ξεχασμένη» είναι υπαρκτός σταθμός. Τον συναντούσα κάθε φορά που πήγαινα να παρακολουθήσω τα μαθήματά μου στη Φλώρινα. Τον δεύτερο χρόνο φοίτησης είχα αποφασίσει, να ταξιδεύω μόνο με το τρένο. Με ενδιέφερε πολύ αυτό που συνέβαινε εκεί μέσα. Ιδίως μετά την αλλαγή αμαξοστοιχίας στο Πλατύ, όταν έπαιρνα τον καρβουνιάρη, ήταν μια  χρονοκάψουλα. Όλα γύριζαν προς τα πίσω. Η φωνή του μηχανοδηγού που εκφωνούσε τα δρομολόγια και ήταν σαν να βγαίνει από κασέτα της δεκαετίας του ‘80, τα ευτράπελα που συνέβαιναν μέσα στο βαγόνι από το αλισβερίσι επιβατών – ελεγκτών, τα αγγελοπουλικά πλάνα που περνούσαν σαν ταινία έξω από το παράθυρό μου και όλα αυτά την στιγμή που μπαίναμε στον σταθμό της Ξεχασμένης. Η εγκατάλειψη, τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που είχαν ξεφτίσει και κρέμονταν πάνω της σαν κουρέλι - μαρτυρούσαν την παλιά ευμάρεια, ο ερημωμένος σταθμός που δεν μας περίμενε ποτέ κανένας και κανένας επιβάτης δεν κατέβαινε, η φωνή του μηχανοδηγού που άλλαζε τόνο και δραματοποιούσε λες και ήξερε να πει την ιστορία και όλα αυτά τα παρατηρούσε…

Όταν άρχισα να γράφω για την Ξεχασμένη, απέκτησε μέσα μου πολύ μεγαλύτερες και συμβολικές διαστάσεις.

 

Η παράσταση μοιάζει σαν να αποτελεί αποσπασματική αφήγηση των ιστοριών των ηρώων… Εκτός του γεγονότος ότι όλοι συναντιούνται στο τρένο του δρομολογίου Αθήνα-Θεσσαλονίκη… Ποιο άλλο χαρακτηριστικό συνδέει τους ήρωες του έργου;

Οι ήρωες συστήνονται μέσα από τις προσωπικές αφηγήσεις τους. Εκθέτουν τα ψυχικά και πνευματικά τους ρήγματα και μας επιτρέπουν να διεισδύσουμε στον μέσα κόσμο τους. Ανοίγονται μπροστά μας και μένουν ευάλωτοι και έκθετοι, με τρόπο υπαρξιακό και μεταφυσικό. Δε θεωρώ την αφήγηση αποσπασματική αλλά εσωτερική. Κοινό χαρακτηριστικό των ηρώων είναι ότι όλοι τους είναι πλάσματα εγκλωβισμένα στο δόκανο της ζωής. Αναγνωρίζουν την ευθραυστότητα τους και πασχίζουν για την ισορροπία. Το δρομολόγιο δεν είναι το Αθήνα-Θεσσαλονίκη αλλά ο προσωπικός αγώνας κάθε ήρωα, το προσωπικό του ταξίδι στην αναζήτηση της ελευθερίας. 

 

Ποια ποιήματα, διηγήματα και στίχοι σας έδωσαν το έναυσμα για τη ραχοκοκαλιά της παράστασης;

Όπως ήδη ανέφερα το μονόπρακτο με τίτλο «Μια μέρα πριν» ήταν ανάθεση έργου. Δεν συνδέθηκα ποτέ με τον τίτλο, αλλά χάρηκα όταν όλο αυτό οδήγησε σε ένα αποτέλεσμα. Ο στόχος μου αρχικά ήταν να μείνω σε μια γραμμική αφήγηση, να συνθέσω έναν απλό και κατανοητό καμβά, να αφήσω στην άκρη τον ελλειπτικό και συμπυκνωμένο λόγο, τα αφαιρετικά σχήματα… όμως από τον εαυτό του δύσκολα ξεφεύγει κανείς. Πράγματι, την περίοδο που έγραφα το «Μια μέρα πριν» μελετούσα Μπέκετ, Σάρα Κέιν και διάβαζα Φόσσε. Όμως το κείμενο δεν βρίσκεται σε συνομιλία με κανέναν από αυτούς τους συγγραφείς. Οι επιρροές είναι εκεί για να υπάρχουν. Είναι η βάση πάνω στην οποία είναι ωραίο να χτίζεις. Υπάρχει κάτι βαθύτερο κατά την εκτίμησή μου από αυτό. Είναι ο τρόπος να κοιτάς την ζωή. Ο σουρεαλισμός μπορεί σίγουρα να μελετηθεί μέσα από τα βιβλία, όμως υπάρχει παντού γύρο μας και το μόνο που χρειάζεται είναι μια ελαφρά μετατόπιση στο πρίσμα θέασης.

 

Βλέπουμε στην παράσταση τον μονόλογο του Νίκου Παπαδάκη να είναι ολόκληρο το ποίημα σας με τίτλο «Μια προσπάθεια κατανόησης των εκδιδόμενων φύλων». Πείτε μας λίγα πράγματα για το ποίημα αυτό; Ποιος είναι ο ρόλος του στο έργο;

Η Ντέζι (Νίκος Παπαδάκης) είναι ένα πλάσμα που βρίσκεται σε περίοδο μεταμόρφωσης φύλου. Είναι ο μόνος από τους ήρωες όπου έχει βρει την ταυτότητά του και κατ’ επέκταση έλκεται από το φως. Το «εκδίδομαι», προέκυψε μετά την συνεργασία μου με το ΦΡΥΝΗ Xenos project και την Red Umbrella. Ο σκοπός του project ήταν η διάδοση των δικαιωμάτων των σεξ εργατών. Αυτό που με κινητοποίησε ήταν ο αγώνας των ίδιων των εργατών για το δικαίωμά τους στη σύνταξη, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τον αριθμό φορολογικού μητρώου. Το ότι υπάρχουν άνθρωποι σήμερα που διεκδικούν την θέση του υπαλλήλου του κατώτατου μισθού, ενώ γνωρίζουν ότι και από εκείνη τη θέση η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν βγαίνει, μας κάνει μια κοινωνία αγρίως ανθρωποφαγική με φρικτά κατάλοιπα και κόμπλεξ. Αντιλαμβάνομαι βεβαίως ότι το παιχνίδι είναι πρωτίστως «οικονομικό», όπως και η γλώσσα που χρησιμοποιούμε σήμερα. Μήπως όμως αυτή η «οικονομία» χρειάζεται ψυχανάλυση για να εκσυγχρονίσει την ηθική της και να ιαθούμε επιτέλους  από τα χτυπήματα των κρίσεων; Εκτός και αν οι κρίσεις είναι ζητούμενο της «οικονομίας», ένα ευαίσθητο εργαλείο στα χέρια της ικανό να ρυθμίζει ακόμα και τα βαθύτερα ένστικτά μας. Αν κάπου εκεί βρίσκεται το «παιχνίδι», τότε σίγουρα δεν μπορώ να το δω από εδώ που βρίσκομαι  και στην καλύτερη περίπτωση μόνο ερωτήματα μπορώ να θέτω.

 

Στο έργο δυο ταξιδιώτες κάνουν ένα ταξίδι προς τις αφανείς πλευρές του χαρακτήρα τους οι οποίες αναδύονται στη παράσταση και τα θεμελιώδη υπαρξιακά τους ζητήματα. Πού θέλετε να οδηγήσουν τον θεατή;

Στην αρχή μια προσωπικής πορείας προς την ελευθερία.

 


 

Κείμενο: Ιώ Αρματά

Σκηνοθεσία / Δραματουργική Επεξεργασία/ Κινησιολογία: Τάσος Φραγκιάς

Μουσική Σύνθεση: Whodoes

Επιμέλεια Χορογραφίας και κίνησης: Δέσποινα Λυκομήτρου, Σχεδιασμός

Φωτισμού: Απόστολος Τσατσάκος, Σκηνικά-Κοστούμια: Γιώργος Λιντζέρης

Ενδυματολογία και Fashion Design Concept: Φωτεινή Βασιλειάδου

Βοηθός Σκηνοθέτη: Χριστίνα Ραβάνη

Φωτογραφίες: Δημήτρης Τζώρτζης 

Υπεύθυνη Επικοινωνίας: Σοφία Καραγιάννη

Ερμηνεία: Γιώργος Πέππας, Βίκυ Μπόλοση, Νίκος Παπαδάκης, Φωτεινή Βασιλειάδου,            Αλέξανδρος Κουφαδάκης, Δέσποινα Γρέκα

 

Διεύθυνση: Studio Μαυρομιχάλη, Μαυρομιχάλη 134, Εξάρχεια

 

Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Τετάρτη & Πέμπτη στις 21:00 (έως  Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου )

 

Διάρκεια παράστασης: 70 λεπτά


Φωτογραφία Ιούς Αρματά: Γιάννης Ριζομάρκος