Μια συνάντηση με τον Θανάση Χαλκιά

  •  Συντάκτης: Ξηρίδου Αδαμαντία
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 28/12/2019

Για δεύτερη χρονιά η Εταιρεία Θεάτρου Ναυτίλος παρουσιάζει το έργο της Μαργαρίτας Φρανέλη Μαμά, κι εγώ δε σ΄αγαπώ στο θέατρο Επί Κολωνώ, σε διασκευή και σκηνοθεσία του Θανάση Χαλκιά. Η Αδαμαντία Ξηρίδου συναντήθηκε με τον σκηνοθέτη και μιλήσανε για την παράσταση.

 

Το αφήγημα της Μαργαρίτας Φρανέλη είναι κυρίως ένας μονόλογος με προορισμό να διαβαστεί. Στη διασκευή ποιες αλλαγές έγιναν για να σταθεί δραματουργικά επί σκηνής;

Αρχικά έγινε μία επιλογή μέσα από το σύνολο των αφηγηματικών γεγονότων και στη συνέχεια η διευθέτησή τους σε μία γραμμική χρονολογική σειρά που ξεκινάει απ’ τη μικρή ηλικία της ηρωίδας και φτάνει στην ενηλικίωσή της με τελικό γεγονός τη σχέση της πια με τη δική της κόρη. Παρακολουθούμε έτσι τα διάφορα στάδια της ενηλικίωσης και τους διαφορετικούς τρόπους βίωσης της σχέσης με τη μητέρα της μέσα στον χρόνο. Γράφτηκαν επίσης στίχοι για τραγούδια που διακόπτουν την αφήγηση για να σχολιάσουν από μία απόσταση τη συμπεριφορά της μητέρας.

 

Η ειδικού βάρους σχέση μητέρας- κόρης πώς προσεγγίζεται από έναν άντρα σκηνοθέτη; Ποιες δυσκολίες έχει να αντιμετωπίσει και ποιες υπερβάσεις, καλείται ίσως,  να κάνει;

Η συγκεκριμένη σχέση έτσι όπως εμφανίζεται στο κείμενο της Φρανέλη δεν φαίνεται να επηρεάζεται τόσο πολύ από ανταγωνισμούς που οφείλονται στο ίδιο φύλο των προσώπων. Η κοινωνία, η εποχή, η τάξη των ηρώων φαίνεται να παίζουν σημαντικότερο ρόλο. Έτσι η προσέγγισή μου βασίστηκε στη σχέση γονιού-παιδιού γενικότερα.

 

Η αφήγηση, χωρίς να έχει κύριο στόχο τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, έχει ιστορική διάσταση. Η οικογένεια μετακομίζει από την επαρχία στον Πειραιά και μεσούσης της χούντας στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Αριστοτέλους. Πώς επιχειρείτε στην παράσταση να συνδυαστούν η προσωπική φωνή της ηρωίδας με τις γενικότερες εξελίξεις των χρόνων της παιδικής και εφηβικής ηλικίας της;

Αυτόν τον συνδυασμό τον κάνει η ίδια η συγγραφέας. Υπάρχει μία παράλληλη πορεία της ηρωίδας με την εποχή της και μία αντιπαραβολή που σχολιάζεται σε κάποια σημεία. Η Ρίτα της ιστορίας μας ζει στην προσωπική της ζωή, όπως άλλωστε και ολόκληρη η Ελλάδα, την καταπίεση της χούντας και την απελευθέρωση της μεταπολίτευσης. Εμείς εικονοποιούμε και ζωντανεύουμε αυτόν τον παραλληλισμό χρησιμοποιώντας σύμβολα, ήχους και αισθήσεις.

 

Ο μονόλογος είναι της κόρης, ωστόσο, εμφανίζονται δυο γυναίκες, η μία νέα η άλλη πιο ώριμη. Τη ροή της αφήγησης διακόπτουν τραγούδια με μεταμφιεσμένες τις πρωταγωνίστριες, σαν ένας μίνι «χορός» που σχολιάζει όσα λέγονται. Αυτά είναι δυο σημεία μέσα σε ένα σύνολο μεταθεατρικών  επιλογών. Υπάρχει κάτι το κείμενο που σας έδωσε την έμπνευση για αυτή την προσέγγιση;

Όχι η έμπνευση δεν ήρθε μέσα από το κείμενο αλλά από την ίδια τη  φύση του κειμένου. Επειδή ένας μονόλογος χαρακτηρίζεται κατά κάποιο τρόπο από την απουσία διαλεκτικής προσπάθησα να εξισορροπήσω αυτή την εγγενή έλλειψη με την είσοδο κάποιων άλλων «φωνών».

 

Διηγήματα και μυθιστορήματα καθιερωμένων συγγραφέων δραματοποιούνται τα τελευταία χρόνια. Τα περισσότερα είναι στα best seller της πεζογραφίας. Το Κι εγώ μαμά δεν σ’ αγαπώ δεν ανήκει σε αυτά. Παίζεται δυο χρόνια στο θέατρο Επί Κολωνώ και οι παραστάσεις είναι sold out. Ποια εξήγηση δίνετε στην επιτυχία της παράστασης;

Ο μηχανισμός δημιουργίας των best seller ίσως δεν χρειάζεται να σχολιαστεί εδώ. Το αφήγημα της Μαργαρίτας Φρανέλη, όντας ανεπιτήδευτο και ειλικρινές, με χιούμορ και ευαισθησία, με έξυπνη και διαυγή χρήση της γλώσσας εκκινώντας απ’ τις σελίδες ενός βιβλίου βρέθηκε επάξια στο δεύτερο σπίτι του, τη θεατρική σκηνή. Πιστεύω πως το θέμα του μας αγγίζει όλους ανεξαιρέτως. Το ότι η παράσταση κατάφερε να επικοινωνήσει με τους θεατές μάς δίνει ιδιαίτερη χαρά. Δεν θέλουμε να εκβιάσουμε τη συγκίνηση ούτε να υποδείξουμε τι είναι σωστό και τι λάθος. Θέλουμε κάθε βράδυ να αναψηλαφούμε όλοι μαζί αυτή την αρχετυπική σχέση και να πλουτίζουμε τα εργαλεία που θα την κάνουν ειλικρινή, ελεύθερη, χαρούμενη και ευτυχισμένη.

 

 

Η Μαργαρίτα Φρανέλλη γράφει τον μονόλογο μιας κόρης για τη σχέση με τη μητέρα της, που ήταν στο επάγγελμα δασκάλα και στα παιδιά της έβλεπε πρώτα πώς θα διορθώσει το «λάθος» και μετά ότι ήταν παιδιά. Ένα απόσπασμα από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:

 «Μ' αγαπά, δε μ' αγαπά...

Την πρώτη φορά που έπαιξα αυτό το παιχνίδι ήμουν παιδί. Κατά νου είχα τη μαμά μου. Όμως, όσο περισσότερο έπαιζα τόσο πιο πολύ μπερδευόμουν. Επιτέλους, αν ισχύει κάτι από τα δύο, θα πρέπει να ισχύει για πάντα, όχι κάθε μαργαρίτα να διαψεύδει την προηγούμενη...

Αλλά όσες φορές κι αν επανέλαβα τη διαδικασία, όσες φορές κι αν άλλαξε η ετυμηγορία, το τελικό πλάνο ήταν γκρο και πάντα το ίδιο: το συνονόματό μου λουλούδι κατακίτρινο και καταμαδημένο...

Ποια είναι η μονάδα μέτρησης της μητρικής αγάπης;

Το κιλό, το στρέμμα, το λίτρο, το αμπέρ ή μήπως η ανθρωποώρα;

Όπως και να τη μετρήσεις, το αίμα νερό δεν γίνεται. Το πολύ πολύ να γίνει το μελάνι για μια ανεξίτηλη ιστορία.»

Συντελεστές της παράστασης

Διασκευή-Σκηνοθεσία: Θανάσης Χαλκιάς

Σκηνικά-κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα

Μουσική: Κώστας Βόμβολος

Επιμέλεια κίνησης: Αγνή Παπαδέλη-Ρωσσέτου

Σχεδιασμός Φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου

Ερμηνεύουν: Ηλέκτρα Γεννατά, Μαρία Θρασυβουλίδη