Μια συνάντηση με τον Ιωάννη Μυλωνόπουλο

  •  Συντάκτης: Μουντράκη Ειρήνη
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 23/02/2019

Ο Ιωάννης Μυλωνόπουλος, καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια στις ΗΠΑ και διευθυντής του Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών, μας κάνει τη μεγάλη τιμή να μας μιλήσει στο Greek Play Project. Αφορμή για τη συζήτησή μας η φιλοξενία της παράστασης Το αμάρτημα της μητρός μου με τη Ρένα Κυπριώτη στο Πανεπιστήμιο.

 

 

Πως αισθάνεστε την επαφή του κοινού της Αμερικής με το ελληνικό πνεύμα μέσα από τη σκηνική πράξη;

Είναι σχετικά δύσκολο να εκφράσω γνώμη επί του θέματος αυτού μιας και ο τομέας μου είναι η εικαστική τέχνη και δη εκείνη της αρχαιότητας. Όμως από τη μέχρι τώρα εμπειρία μου ως διευθυντής του Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών στο Columbia University θα μπορούσα ίσως να διαπιστώσω ότι υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό τόσο από Αμερικανούς όσο και από Ελληνοαμερικανούς. Το βασικό πρόβλημα πολύ συγκεκριμένα ως προς την σκηνική πράξη θα έλεγα ότι είναι καθαρά πρακτικό: η γλώσσα. Χρειαζόμαστε περισσότερες και καλύτερες  μεταφράσεις ελληνικών θεατρικών έργων. Δεν είναι δυνατόν το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης να επενδύει σημαντικά ποσά στην μετάφραση – ενίοτε πεπαλαιωμένων – βιβλίων και να μην υπάρχει μια εθνική πρωτοβουλία για τη μετάφραση σε βασικές ξένες γλώσσες σημαντικών σταθμών της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνικής και θεατρικής παραγωγής.  Εδώ πάσχουμε και πάλι – όπως σε τόσους άλλους τομείς – από την έλλειψη συνεργασίας και την πλήρως ασυντόνιστη και ανοργάνωτη ιδιωτική ή εάν προτιμάτε ατομική πρωτοβουλία.

 

Γιατί επιλέξατε τη συγκεκριμένη πρόταση να την παρουσιάσετε στο Κολούμπια;

Με απόλυτη ειλικρίνεια, η αρχική επαφή ήταν καθαρά θέμα τύχης. Ήμουν με εκπαιδευτική άδεια στην Ελλάδα και κανονικά δεν θα ήμουν εγώ εκείνος που θα έπρεπε να απαντήσει στις ηλεκτρονικές επιστολές της κυρίας Κυπριώτη. Η γραμματέας του Προγράμματος στη Νέα Υόρκη, κυρία Ιωάννα Μεσσήνη-Σκορδά, μού μεταβίβασε την επικοινωνία και με παρακάλεσε να έρθω σε επαφή με την Ρένα Κυπριώτη. Η πρώτη μου συνάντηση μαζί της στην Αθήνα ήταν καθοριστική. Θα μπορούσε να μου είχε προτείνει να διαβάσει τον τηλεφωνικό κατάλογο Αττικής και θα προσπαθούσα παρόλα αυτά να τη φέρω στη Νέα Υόρκη με την ομάδα της. Πάθος για το θέατρο απερίγραπτο, παντελής έλλειψη αυτοπροβολής, απόλυτη επιθυμία για εντατική δουλειά, επαγγελματισμός που διακρινόταν σε κάθε της πρόταση, γενικά μια ιδιαίτερα αισθητή αύρα χαρισματικού ανθρώπου που δεν επαφίεται σε ό,τι της χάρισε απλόχερα η φύση, αλλά με εντατική δουλειά και αυτοκριτική μετατρέπει καθημερινά το ταλέντο σε αποτελέσματα. Φυσικά η τραγική ιστορία που περιγράφει ο Βιζυηνός αποτέλεσε το τέλειο όχημα για να προβληθεί τόσο η νεοελληνική λογοτεχνία – πέραν του Καβάφη! – όσο και το σύγχρονο ποιοτικό θεατρικό έργο που στην Ελλάδα παράγεται δυστυχώς με πενιχρά πλέον μέσα.

 

Πως λειτούργησε το κείμενο του Βιζυηνού;

Κάθε κείμενο όσο δυναμικό, συναισθηματικά φορτισμένο ή γλαφυρό και αν είναι, τη στιγμή που μεταφέρεται στη σκηνή βρίσκεται πλέον στο έλεος των ικανοτήτων του ηθοποιού. Το κείμενο είναι μια παρτιτούρα και η ηθοποιός αναλαμβάνει να το μετατρέψει σε κάτι απόλυτα ζωντανό, κάτι που όπως το κείμενο του Βιζυηνού θα μπορούσε να σε στοιχειώνει με την κατάλληλη ερμηνεία για πάρα πολύ καιρό ή να σε αφήσει παγερά αδιάφορο ως μία ακόμη δακρύβρεχτη ιστορία που την αφουγκράσθηκες καθαρά ακαδημαϊκά και προχώρησες χωρίς να αφήσει κάτι πίσω της. Η ερμηνεία της κυρίας Κυπριώτη με το εξαιρετικό ένδυμα σε σχέδια της Βάνας Γιαννούλα, την μαγευτική μουσική του Νίκου Κuπουργού και φυσικά με την λιτή αλλά απόλυτα καθηλωτική σκηνοθεσία της Δανάης Ρούσσου άφησε το στίγμα της στην ψυχή όλων όσοι παρακολούθησαν την παράσταση. Καθόμουν στο πίσω τμήμα της αίθουσας και σας διαβεβαιώ ότι δεν κουνήθηκε φύλλο, ενώ πολλοί είχαν δάκρυα στα μάτια τόσο κατά τη διάρκεια της παράστασης όσο και μετά το πέσιμο της αυλαίας. Δεν υπάρχει κατ’εμέ καλύτερος τρόπος για να εμφυσήσει κανείς ζωή σε ένα κείμενο όπως αυτό του Βιζυηνού.

 

Ποιος είναι ο ρόλος ενός Προγράμματος ελληνικών σπουδών στην Αμερική;

Πολύ συχνά τα Προγράμματα Ελληνικών Σπουδών στην Αμερική εκλαμβάνονται αλλά και δυστυχώς λειτουργούν σχεδόν αποκλειστικά ως προγράμματα εκμάθησης γλώσσας. Θεωρώ ότι ο ρόλος ενός τέτοιου προγράμματος θα έπρεπε να είναι πιο ολιστικός, να λειτουργεί ως μια γέφυρα που παρουσιάζει τον ελληνικό πολιτισμό σε όλες του τις εκφάνσεις: θέατρο, κινηματογράφο, λογοτεχνία, εικαστικές τέχνες, αρχιτεκτονική, μουσική. Πολλοί συνάδελφοι μου γνωρίζουν φυσικά τον Αριστοτέλη ή τον Φειδία, αλλά δεν έχουν ακούσει ποτέ για τον Τσαρούχη ή τον Εμπειρίκο. Γίγαντες του ελληνικού θεάτρου όπως η Κυβέλη, ο Μινωτής, ο Χορν, η Παξινού ή η Λαμπέτη είναι πλήρως άγνωστοι στην ακαδημαϊκή, αλλά και ευρύτερη κοινότητα της Αμερικής. Όλοι έχουν ακούσει για το συρτάκι, αλλά κανείς δεν ξέρει για την Επτανησιακή Σχολή που παρήγε εξαιρετικές όπερες συνδυάζοντας την ιταλική παράδοση με την ελληνική ιδιαιτερότητα. Φυσικά όλα αυτά χρήζουν χρηματοδότησης, αλλά με φωτεινή εξαίρεση το Ίδρυμα Νιάρχος τα περισσότερα ελληνικά ιδρύματα που δρουν και στο εξωτερικό έχουν αφήσει τα προγράμματα ελληνικών σπουδών έρμαια στη μοίρα τους. Για κρατική υποστήριξη δεν θα μιλήσω καν, αν και το Πρόγραμμα στο Columbia University συνεργάζεται στενά με το Ελληνικό Προξενείο στη Νέα Υόρκη λόγω του χαρισsματικού Γενικού Προξένου μας, κυρίου Κωνσταντίνου Κούτρα.

 

Με ποιους τρόπους γεφυρώνεται το χθες με το σήμερα; Καθώς το ενδιαφέρον είναι κυρίως στραμμένο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο πως προωθείται ο σύγχρονος ελληνικός κόσμος; 

Το ζήτημα δεν είναι αρχαίος ή σύγχρονος ελληνικός κόσμος. Θα μπορούσαμε σχετικά εύκολα να προβάλλουμε τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό με τη βοήθεια του αρχαίου. Δεν χρειάζεται να δημιουργούνται αντιθέσεις εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Δεν χρειάζεται να παίζονται μόνον αρχαίες ελληνικές τραγωδίες σε αρχαία ελληνικά θέατρα, δεν είναι απαραίτητο οι γκαλερί στο κέντρο της Αθήνας να επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους σε μοντέρνα τέχνη και τα αρχαιολογικά μουσεία στην αρχαιότητα. Παρουσιάσεις μοντέρνων εικαστικών στο Εθνικό Αρχαιολογικό και εκθέσεις αρχαιολογικού χαρακτήρα στην Εθνική Πινακοθήκη δεν θα έπρεπε να μας ξενίζουν. Όποιος έχει επισκεφτεί ποτέ το Μουσείο Montemartini στη Ρώμη μπορεί ίσως να καταλάβει τι εννοώ με αυτήν την συμπόρευση αρχαιότητας και μοντέρνου ελληνικού πολιτισμού. Αλλά δυστυχώς ο Έλληνας λειτουργεί πολύ καλύτερα στα πλαίσια πλασματικών αντιθέσεων παρά με πνεύμα σύμπλευσης και συγκατάβασης. Θα μπορούσα πολύ εύκολα να φανταστώ εκθέσεις σύγχρονης γλυπτικήςss στους αρχαιολογικούς χώρους των Δελφών, της Ολυμπίας ή του Σουνίου. Απλώς θα πρέπει οι αρχαιολόγοι να πάψουν να είναι τόσο αρτηριοσκληρωτικοί – κι εγώ αρχαιολόγος είμαι, οπότε ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός – και κτητικοί με τις αρχαιότητες και οι ειδικοί στις μεταγενέστερες πολιτισμικές περιόδους να σταματήσουν να αντιμετωπίζουν την αρχαιότητα με τέτοιο σύμπλεγμα κατωτερότητας. Φωτεινή εξαίρεση και παράδειγμα προς μίμηση στο σημείο αυτό είναι κατά την άποψή μου ο δρ. Θεόδωρος Κουτσογιάννης, επιμελητής των συλλογών της Βουλής των Ελλήνων και ένας από τους λίγους ειδικούς στην τέχνη της ιταλικής Αναγέννησης στην Ελλάδα ο οποίος τα τελευταία δέκα χρόνια έχει παρουσιάσει εξαιρετικά δείγματα εκθέσεων που συνδέουν την αρχαιότητα με τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό επί ίσοις όροις.

 

Πιστεύετε πως υπάρχει χώρος για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό στο σήμερα;

Φυσικά και το πιστεύω! Αν και αρχαιολόγος και ειδικός σε θέματα αρχαίας ελληνικής τέχνης πιστεύω ακράδαντα στην προώθηση του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Δυστυχώς όμως στον τομέα αυτό διαπιστώνω – ίσως και λόγω έλλειψης άμεσης αναγνωρισιμότητας – δείγματα επαρχιωτισμού και εσωστρέφειας. Οι αρχαιότητές μας ταξιδεύουν ανά τον κόσμο, ενώ οι εκθέσεις διεθνούς εμβέλειας με θέμα τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Φυσικά το γεγονός ότι το Υπουργείο Πολιτισμού αντιμετωπίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση ως παραπαίδι δεν βοηθάει την κατάσταση.