Μια συνάντηση με τον Ανέστη Αζά

  •  Συντάκτης: Πούλου Αγγελική
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 19/01/2018

Ο Ανέστης Αζάς καλλιτεχνικός υπεύθυνος της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου (θέση που μοιράζεται με τον Πρόδρομο Τσινικόρη) και σκηνοθέτης της παράστασης του έργου του Παντελή Χορν Φιντανάκι μας μιλάει για το χθες και το σήμερα, το συνολικό υποσυνείδητο και τη σύνδεσή τους με το θέατρο.

 

Ένα σύγχρονο λαϊκό παραμύθι, θα μπορούσαμε να πούμε για το Φιντανάκι. Δανείζεστε το θεατρικό αυτό κείμενο του Μεσοπολέμου για να κουβεντιάσετε το τώρα. Προς τι αυτή η επιστροφή στο παρελθόν; Γιατί επιλέξατε ένα παλιό κείμενο για να μιλήσετε για το τώρα; Τάση που παρατηρείται συνολικότερα στο θέατρο, με την εντατική ενασχόληση και αξιοποίηση του κλασικού  ρεπερτορίου και της αρχαίας γραμματείας.  Πώς θα τη σχολιάζατε;

 

Δεν βλέπω κάτι καινούριο στο φαινόμενο ότι ασχολούμαστε με παλαιότερα κείμενα, ούτε πιστεύω πως είναι κάποια πρόσκαιρη τάση. Τα κείμενα αυτά, όπως το Φιντανάκι, που είναι ένα κλασικό έργο του  νεοελληνικού ρεπερτορίου, μπορούν να μας εμπνέουν ακόμη γιατί περιγράφουν με ενδιαφέρον τρόπο θέματα διαχρονικά και οικείες καταστάσεις. Εξάλλου ο άνθρωπος σαν βιολογία δεν έχει αλλάξει από την αρχαιότητα μέχρι τώρα,  είναι το ίδιο ζώο. Κάθε εποχή έχει τον δικό της τρόπο ζωής και σκέψης αλλά η ανθρώπινη συμπεριφορά, τα συναισθήματα, ο έρωτας, ο εγωισμός, η επιθυμία για δημιουργία, το χρήμα και ο αγώνας για επιβίωση, η εξουσία και η σχέση μας με αυτήν, είναι θέματα που ορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη και κατ’ επέκταση την καλλιτεχνική δημιουργία διαχρονικά.

Στη σκηνοθεσία ενός τέτοιου κειμένου σήμερα καλούμαστε να «φωτίσουμε» το έργο από μια άλλη οπτική γωνία, σύμφωνα με την εποχή που ζούμε.  Προσωπικά το Φιντανάκι, έργο του 1920, με ενδιέφερε λόγω του ζητήματος του χρέους. Είναι ένα έργο που μας δείχνει μέχρι που μπορούν να φτάσουν οι άνθρωποι όταν ζουν υπό το καθεστώς του χρέους, περιγράφει μια σπείρα φτωχοποίησης. Βρήκα ενδιαφέρον να δούμε λοιπόν αυτό το κείμενο από την οπτική γωνία της σημερινής αντίστοιχης χρεοκοπίας. Επιπλέον, το κείμενο περιγράφει μια περίοδο της Ελλάδας γνωστή στο σύγχρονο θεατή από τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία, ίσως και λίγο από τις αφηγήσεις των παππούδων του, ένα κόσμο πολύ κοντινό και πολύ μακρινό μας ταυτόχρονα. Ακόμη κι αν δεν ξέρει κανείς το έργο, ξέρει τον κόσμο στον οποίο αναφέρεται. Αυτή λοιπόν η αναφορά στο συνολικό υποσυνείδητο, στη μνήμη που έχουμε για την ίδια μας τη χώρα, είναι σημαντική για μένα, καθώς στόχος της παράστασης είναι να εγείρει στον θεατή σκέψεις και προβληματισμούς για τη χώρα μας, άρα και για την ταυτότητα μας.

 

 

Ποια είναι η γνώμη σας για το σύγχρονο ελληνικό έργο;

Για το σύγχρονο ελληνικό έργο γενικά κι αόριστα δεν θα μπορούσα να μιλήσω. Δεν μπορώ να διακρίνω μία γενική τάση στο σύγχρονο ελληνικό έργο, όμως υπάρχουν συγγραφείς που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, όπως για παράδειγμα ο Φιλίππου, η Λένα Κιτσοπούλου, ή ο Χατζηγιαννίδης. Δεν ξεχωρίζω αυτούς τους συγγραφείς παρά μόνο για να γίνει σαφές πόσο διαφορετικό μπορεί να είναι το ύφος, και ότι το ελληνικό έργο στο σύνολο του δεν έχει ενιαία χαρακτηριστικά. Αναμφίβολα γράφονται αξιόλογα κείμενα, αλλά είναι πολύ λίγα αυτά που μπορούνε να βγουν εκτός Ελλάδας, που μπορεί δηλαδή σαν λογοτεχνία να κερδίσουν μία θέση στο παγκόσμιο θεατρικό τοπίο. Το προσωπικό μου κριτήριο είναι να παρακολουθώ τους δημιουργούς, ανεξάρτητα από το αν επιλέγουν να ανεβάσουν θεατρικά έργα, ή κολλάζ κειμένων ή κάτι άλλο. Επίσης, θεωρώ ότι ως θεατρικά έργα πρέπει να συνυπολογίζουμε και τα έργα devised ή ντοκιμαντέρ, αφού στο τέλος και πάλι έχει παραχθεί ένα κείμενο, και κάθε παράσταση κρίνεται τελικά, σε μεγάλο βαθμό, ως δραματουργία.

 

 

Μια από τις δυναμικές που σκιαγραφεί το έργο είναι η σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία και την ανάγκη. Η οικονομική ανάγκη που επιβάλει στους ήρωες αναδιπλώσεις. Η οικονομική ανάγκη που επιβάλει συμβιβασμούς, οπισθοχωρήσεις κτλ. Θεωρείτε ότι υφίσταται μια τέτοια σύγκρουση και σήμερα; Και πώς να τη διαχειριστούμε αυτή τη συλλογική διάψευση, ήττα; Με αφορμή το έργο, τι θα λέγατε για τη φράση «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»;

 

Προφανώς και η κατάσταση του τώρα με το τότε παρουσιάζει  ομοιότητες γι’ αυτό και είναι ενδιαφέρον να ξαναδούμε το Φιντανάκι σήμερα. Η νέα γενιά θα ζήσει με πολύ πιο σκληρό τρόπο τη ζωή της απ’ ότι η προηγούμενη και η δυνατότητα για δημιουργία (η Τούλα στο έργο είναι αυτή που με τον έρωτα πραγματικά θέλει να δημιουργήσει κάτι νέο, όλοι οι άλλοι κοιτάνε μόνο πως θα επιβιώσουν) θα είναι όλο και πιο δύσκολη, όλο και πιο απρόσιτη για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Εύκολες λύσεις για την κατάσταση αυτή δεν υπάρχουν και το πρόταγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» δεν είναι κάτι που μπορεί να δεχτεί κανείς απροβλημάτιστα.

Νομίζω ότι το ηθικό διακύβευμα για τον καθένα μας είναι να διατηρήσει την αξιοπρέπεια του μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, αν και η αξιοπρέπεια είναι κάτι που ορίζεται προσωπικά.  Πάντως ως άνθρωποι που έχουμε το προνόμιο να κάνουμε θέατρο και να πληρωνόμαστε γι’ αυτό είναι σημαντικό να διαφυλάξουμε τον χώρο μας, ως έναν χώρο δημιουργίας και ελεύθερης έκφρασης, με αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης για τους καλλιτέχνες, με πολλούς τρόπους πρόσβασης για το κοινό. Η ποίηση, το θέατρο με την αισθητική και την εκπαιδευτική του λειτουργία, γενικά η τέχνη και ο πολιτισμός είναι ένας από τους λίγους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπου η Ελλάδα δεν είναι ουραγός στον κόσμο, αλλά έχει να προσφέρει πολλά. Αυτό και μόνο αυτό πρέπει να διαφυλάξουμε και να αξιοποιήσουμε. 

 

 

Κεντρικό μοτίβο στο έργο ο έρωτας με τις διαψεύσεις του καθώς και τα ήθη μιας ολόκληρης εποχής. Εάν επιχειρούσαμε έναν παραλληλισμό με το τώρα, εάν επιχειρούσαμε ένα «πήγαινε-έλα» ανάμεσα στο έργο και στη σύγχρονή μας αθηναϊκή γειτονιά, τι θα λέγατε ότι τη χαρακτηρίζει «ηθογραφικά»; Ποιες είναι οι κεντρικές της εικόνες και μοτίβα;

Η ηθογραφία με την ένοια της περιγραφής των ηθών και της ζωής της αυλής προσωπικά δεν με ενδιέφερε και δεν με ενδιαφέρει. Αντίθετα προσπαθήσαμε με τους ηθοποιούς να διαπεράσουμε την επιφάνεια της ηθογραφίας και να αναδείξουμε τις συγκρούσεις του έργου. Να δείξουμε τον αδυσώπητο αγώνα των «εγώ» που περιγράφεται εκεί μέσα. Οι χαρακτήρες αυτοί παλεύουν για το προσωπικό τους συμφέρον, αδιαφορώντας για τις συνέπειες των πράξεων τους. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι το έργο ένα σενάριο τρόμου από μια όχι και τόσο μακρινή ελληνική πραγματικότητα, αν και οι περισσότεροι «τύποι» του έργου έχουν χαθεί στη σημερινή Ελλάδα. Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι το έργο περιγράφει έναν κόσμο καταπιεσμένης σεξουαλικότητας, πολύ διαφορετικό από τον δικό μας, όπου οι γυναίκες ορίζονται μόνο μέσω των αντρών (γονείς ή σύζυγοι), ενώ για τους άνδρες το ζήτημα της «τιμής», μοιάζει να έχει τεράστια σημασία. Όμως, το πατριαρχικό μοντέλο ζωής κυριαρχεί και σήμερα στην ελληνική κοινωνία, παρά την  ελευθερία που βιώνουμε στη σεξουαλικότητα, κι αυτό μπορεί κανείς να το παρατηρήσει σε ένα ευρύ φάσμα από καθημερινά συμβάντα, από μια τυχαία  διαφήμιση απορρυπαντικού και την οδηγική συμπεριφορά, μέχρι την ελληνική βουλή. Ταυτόχρονα, επιζούν  κάποιες πολύ βαθιές παθογένειες και συμπεριφορές, όπως ο πελατειασμός (η συνδιαλλαγή μεταξύ κράτους και πολιτών), η κοινωνική υποκρισία. Ο πλούσιος Γιαβρούσης που πιστεύει ότι μπορεί να αγοράσει τα πάντα, είναι ίσως μια διαχρονική μορφή όπως διαχρονική είναι και η βία που μπορεί να ασκεί το χρήμα. Στην παράσταση προσπαθήσαμε να δείξουμε την πορεία της Τούλας ως μια πορεία χειραφέτησης από έναν πατριαρχικό κόσμο.   

 

 

Παρατήρησα στην παρουσίαση της παράστασης ότι είναι σημαντική η παρουσία των δραματουργών στην ομάδα που χτίσατε. Γεγονός αισιόδοξο, καθώς στη σύγχρονη ελληνική σκηνή, είναι περιορισμένος, παραμερισμένος ακόμη ο ρόλος του δραματουργού. Πώς θα ορίζατε τον ρόλο του δραματουργού και της δραματουργίας/δραματουργικής επεξεργασίας;

Ο ρόλος του δραματουργού είναι περίπλοκος και παρεξηγημένος. Στη Γερμανία απ’ όπου και προέρχεται αυτό το επάγγελμα, ο δραματουργός είναι κάτι αντίστοιχο με τον παραγωγό στον κινηματογράφο, όχι τον διευθυντή παραγωγής, αλλά τον παραγωγό που δημιουργικά και σε συνεργασία με τον/την σκηνοθέτη θα εξελίξει το κόνσεπτ της παράστασης, θα βοηθήσει να γραφτεί μία αίτηση επιχορήγησης και θα συνεργαστεί με τους καλλιτεχνικούς συντελεστές (ενίοτε μπορεί και να συγκρουστεί), προκειμένου να γίνει ένα καλό έργο.

Προϋπόθεση είναι βέβαια και οι καλλιτέχνες να είναι ανοιχτοί σε μια τέτοια συνεργασία. Στην Ελλάδα λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν να δουλέψουνε με έναν δραματουργό πάνω από το κεφάλι τους, οι περισσότεροι καλλιτέχνες δεν γνωρίζουν αυτόν τον τρόπο δουλειάς και ενδεχομένως να τους φαινότανε η δραματουργική συμβολή πολύ επεμβατική. Ενας καλός δραματουργός μπορεί να δώσει τεράστια ώθηση στο έργο και να αποτελέσει πολύτιμο συνεργάτη, ένας κακός δραματουργός μπορεί να σε κάνει να χάσεις πολύτιμο χρόνο σε θεωρητικές συζητήσεις. Σημαντικό είναι πάντως να μπορεί να προτείνει πρακτικές λύσεις.

Μαζί με τον Πρόδρομο Τσινικόρη είχαμε την τύχη να συνεργαστούμε με τον Jens Hillje και την Shermin Langhoff, τους νυν καλλιτεχνικούς διευθυντές του Gorki στο Βερολίνο, στην παράσταση «Τηλέμαχος/ Should I stay or should I go?», και η συμβολή τους τότε ήταν καθοριστική, τόσο στην ανάπτυξη του κόνσεπτ, όσο και στις πρόβες όπου ενθάρρυναν τους ηθοποιούς και παράλληλα καθοδηγούσαν εμάς, με τις κατάλληλες ερωτήσεις, να διαπραγματευτούμε με σαφήνεια των θέματα μας, για ένα κοινό, που τότε ήταν ξένο για εμάς.

Εγώ προσπαθώ να έχω συνεργάτες δραματουργούς στην ομάδα ως συνομιλητές και συνένοχους τόσο κατά την προετοιμασία, όσο και στις πρόβες, για βοήθεια στην διασκευή του κειμένου αλλά και στην ευρύτερη ανάπτυξη ενός συλλογισμού μέσα στην παράσταση.