Μια συνάντηση με τον Γιώργο Χατζηδάκη

  •  Συντάκτης: Κάλλος Μάριος
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 28/02/2017

Με αφορμή το καινούριο θεατρικό περιοδικό «Τόπος Θεάτρου» συναντήσαμε τον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από αυτό, τον Γιώργο Χατζηδάκη. Ένας άνθρωπος πολυδιάστατος, που έχει ασχοληθεί τόσο με την πρακτική, όσο και με τη θεωρητική προσέγγιση του θεάτρου, ένας σπάνιος εμπειρικός του θεάτρου, μας μίλησε για όλα αυτά που θα απασχολήσουν το περιοδικό και από ποιες ανάγκες προέκυψαν.

 

Θα ήθελα να μου πείτε λίγα λόγια για το περιοδικό και τις προσδοκίες σας.

Το περιοδικό «Τόπος Θεάτρου» φαίνεται μια απονενοημένη τόλμη. Σε μια περίοδο που κυκλοφορούν πολλά free περιοδικά τα οποία φιλοξενούν στις σελίδες τους και θεατρικές κριτικές και συνεντεύξεις και παρουσιάσεις λαμπερών παραστάσεων, - άλλα σε επίπεδο life style, άλλα και τα ένθετα των εφημερίδων, σε επίπεδο περιοδικού ποικίλης ύλης αυτά -, θα έλεγε κανείς πως ό χώρος είναι ήδη καλυμμένος και πως ένα περιοδικό τόσο εξειδικευμένο, δεν έχει τίποτα να πει και το κυριότερο δεν έχει κοινό να απευθυνθεί. Το «Τόπος Θεάτρου» ωστόσο ενώ δεν είναι ένα περιοδικό επικαιρότητας, εμείς που το αποφασίσαμε και το κατευθύνουμε δεν αδιαφορούμε καθόλου για τα όσα πολλά συμβαίνουν, όσα συνθέτουν και διαμορφώνουν την τρέχουσα πραγματικότητα, προσπαθούμε όμως το ύφος του περιοδικού, να μην αγγίζει τα γεγονότα με τον συνήθη και τετριμμένο, απλοϊκό και επιφανειακό τρόπο αλλά να τα παρουσιάζει και να τα σχολιάζει τεκμηριωμένα, αναλυτικά και το κυριότερο απροκατάληπτα.

Συνυπάρχει εξάλλου και μια άλλη διάσταση μια διαφορετικής ιδεολογίας συνθήκη. Έχουμε σε κάθε τεύχος μια διαφορετική πρόθεση. Αυτή η πρόθεση στοχεύει σε μια χρονογραφική καταγραφή των θεατρικών γεγονότων μισού αιώνα θεατρικής ιστορίας. Μα τον τίτλο «Πρόσωπα έργα και Ημέρες», ζητάμε από τους αυτουργούς που συνέθεσαν αυτό το θεατρικό έπος να καταθέσουν οι ίδιοι τις μαρτυρίες τους για να προκύψει μια αυθεντική και αδιάσειστη τοιχογραφία θεατρικής ζωής μισού αιώνα.

Έχετε δηλαδή την πρόθεση  να «καλυφθούν» με μαρτυρίες τα χρόνια που μεσολάβησαν από την έκδοση του προηγούμενου περιοδικού σας, τα «Θεατρικά» το 1971 μέχρι σήμερα που έχει  περάσει σχεδόν μισός αιώνας;

Ακριβώς. Ξεκινώντας από την αρχή της δεκαετίας του ‘70 με την έκδοση του περιοδικού «Θεατρικά» και φθάνοντας μέχρι σήμερα στην έκδοση του περιοδικού «Τόπος Θεάτρου», είναι μισός αιώνας ελληνικού θεάτρου. Αυτό θέλω παράλληλα με τα πολλά πολλά άλλα, να είναι και το περιοδικό μας, μια συνοπτική αλλά πιστά τεκμηριωμένη  ιστορία των τελευταίων  πενήντα χρόνων. Μισός αιώνας ελληνικού θεάτρου. Σ’ αυτόν τον μισό θεατρικό αιώνα που αποτελεί το ένα τρίτο του συνόλου της θεατρικής μας ιστορίας, χρονολογώντας απ’ τις απόπειρες Καλόγνωμου και Ματζουράνη στη Σύρο το 1836 και του Σκοντζόπουλου με τον Ορφανίδη και τους λοιπούς την ίδια χρονιά στην Αθήνα, έχουμε ένα σύνολο 172 χρόνων οπότε χωρίς υπερβολή μιλάμε για το ένα τρίτο. Το ιδιαίτερο στοιχείο ωστόσο είναι πως σ΄ αυτό το τελευταίο πρόσφατο τρίτο σημειώθηκαν κοσμογονικές μεταβολές στο θέατρο μας που το κάνουν να αυτοδιαφοροποιείται.

 

Ποιες είναι οι βασικές τομές που συντελούνται στον μισό αυτό αιώνα;

Ιδου μερικές στα πρόχειρα. Μέχρι το 1970 έχουν διατυπώσει τις απόψεις τους και έχουν αφήσει το στίγμα τους, άνθρωποι όπως ο Θωμάς Οικονόμου, ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ο Φώτος Πολίτης, ο Κάρολος Κουν κ.α. Από το ‘70 και μετά μπαίνουμε σε μια εποχή καινούριου σκηνικού ήθους. Αλλάζει απολύτως η σκηνική διάταξη και σημειώνονται μεταβολές, ανεπαίσθητες στην αρχή πιο συγκεκριμένες στη συνέχεια. Τόσο σαν αποτελέσματα καλλιτεχνικών ανησυχιών και αντιλήψεων όσο και από την δυνατότητα τεχνολογικών εφαρμογών. Σε άλλη παράμετρο πρέπει να υπολογιστεί ο θεσμός των Δημοτικών Θεάτρων που ξεκινά ακριβώς αυτή την περίοδο και ολοκληρώνεται τώρα, που πλέον φθίνουν. Ξεκινάει επίσης η αναγκαιότητα και εν συνεχεία η επιρροή των θεωρητικών του θεάτρου, ιδιότητα που επίσης παρουσιάζει κάμψη σήμερα, κυρίως λόγω του υπερπληθυσμού του επαγγέλματος. Επίσης, ο θεσμός των κρατικών επιχορηγήσεων εφαρμόζεται  αυτή την περίοδο και οφείλουμε να εξετάσουμε, πόσο ήταν θετικές αυτές οι επιχορηγήσεις και τι κενό δημιουργείται στη θεατρική δραστηριότητα τώρα που εδώ και μερικά χρόνια η πηγή αυτή έχει στερέψει. Σε αυτό το μισό αιώνα εξ άλλου, από το ‘70 και μετά, εμφανίστηκαν καινούριες σκηνοθετικές απόπειρες, νέες σκηνικές και υποκριτικές εφαρμογές. Μετά τις επιρροές από τους πειραματιστές που εμφανίζονται μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο και που εδώ αντανακλώνται από το ‘65 – ‘70 και μετά, βρισκόμαστε τώρα στην κυριαρχία ακόμα νεότερων αντιλήψεων που και ο όρος μεταμοντέρνος μοιάζει ξεπερασμένος Ως προς τις αισθητικές κατευθύνσεις που οι απροσδιόριστες, απροσδόκητες και ανερμάτιστες προοπτικές  των σκηνοθετών, οι οποίοι διαμορφώνουν σήμερα ίσως και αύριο τη θεατρική αντίληψη, υπάρχει μια ασάφεια και σύγχυση και αποπροσανατολισμός. Διαφοροποιώντας φυσικά και τις δεκτικότητες του κοινού που δοκιμάζονται στην αξιολόγηση περί του καλού και του ωραίου. Έχουμε δηλαδή εδώ, ένα πυκνό, πολύ πυκνό, με πολύ γέμιση και ουσιαστική γόμωση μισό θεατρικό αιώνα. Και ποιος μπορεί να μιλήσει υπεύθυνα και αναντίρρητα για αυτό; Βάζω τους ίδιους τους ανθρώπους του θεάτρου, να μιλάνε, για το τι έκαναν και τι κάνουν όλο αυτό το διάστημα στο θέατρο.

 

Αντιμετωπίζετε δυσκολίες, δεδομένου του μεγέθους του εγχειρήματος;

 Ασφαλώς. Και πως θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Έχει ελλείψεις το πρώτο τεύχος, τις ξέρω. Δεν είναι πάντα εύκολο να συγκροτείς από την αρχή ένα σωστό επιτελείο. Η εκτίμηση των ανθρώπων του επιτελείου σου κρίνεται εκ τους αποτελέσματος. Ο καθένας θέλει να είναι σε ένα θεατρικό περιοδικό, αλλά για την εξυπηρέτηση των δικών του προσωπικών επιδιώξεων, για να προβληθεί στην παρέα του. Αυτό, όταν το διαπίστωσα, είπα πρέπει να το καταπολεμήσω και να το ελέγξω από εδώ και πέρα. Ναι, είδα λοιπόν διάφορα πράγματα και τα κοντρολάρω. Έπρεπε να βασιστώ σε κάποια παιδιά που τα εκτιμώ προσωπικά, επειδή βρίσκεται και η θεατρική κριτική σε μια απόλυτη ασυδοσία. Στα διάφορα blog και site ο καθένας γράφει ό,τι νομίζει ή ό,τι τον συμφέρει, και είτε έχει τελειώσει θεατρολογία, είτε το λύκειο, είτε τίποτα, κάνει αυθαίρετα τον κριτικό και τιμητή των πάντων. Και να προσθέσω εδώ πως το φαινόμενο επιδεινώνεται με καλπάζοντα ρυθμό.

 

Για χρόνια ασχοληθήκατε και εσείς με την κριτική και την αρθογραφία, σε μεγάλα περιοδικά, όπως στη «Μεσημβρινή», στο «Έψιλον» της «Ελευθεροτυπίας», στην ίδια την «Ελευθεροτυπία», στον «Ταχυδρόμο», σε πολλά ένθετα όπως το «Επτά Ημέρες» της Καθημερινής, στην ίδια την «Καθημερινή» και τελευταία για αρκετά χρόνια στη «Ραδιοτηλεόραση». Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να προσεγγίσετε το θέατρο θεωρητικά;

Έχω συνεργαστεί με τουλάχιστον είκοσι ακόμα περιοδικά και εφημερίδες και θυμάμαι να προσθέσω την «Αυγή», τον «Ελεύθερο Τύπο», την «Επικαιρότητα» και τα «Πολιτικά Χρονικά» και σας αναφέρω  μόνο αυτά που τα κείμενα μου ήταν οι κριτικές παραστάσεων η επιφυλλίδες θεατρικών πάντα θεμάτων. Σημειώστε πως έχω γράψει 1140 κριτικά σημειώματα για ισάριθμες παραστάσεις. Όσον αφορά την απάντηση στη συγκεκριμένη ερώτηση σας θα πρέπει να επαναλάβω πως όλην αυτή τη διαδρομή την ξεκίνησα ως εκδότης και διευθυντής ενός θεατρικού περιοδικού γεγονός που δεν αφήνει πολλές απορίες για την δυσκολία ή την ευκολία των θεωρητικών προσεγγίσεων. Ανοίγοντας το πρώτο τεύχος των «Θεατρικών» και διαβάζοντας ένα κείμενο μου γραμμένο πριν από πενήντα χρόνια θα διαπιστώσετε την ευκολία ή τη δυσκολία της προσέγγισης στην οποία αναφέρεστε.

Επειδή είμαι ένας πολύ παλιός του θεάτρου, θα τολμούσα να πω πως είμαι το τελευταίο δείγμα εμπειρικού θεατρολόγου, με μια νομίζω αρκετά ικανοποιητική επάρκεια. Μπορεί να μην τη διδάχθηκα,  να μην είχα τον συστηματοποιημένο τρόπο απόκτησης αυτών των γνώσεων. Νομίζω όμως πως ανταποκρίθηκα με επάρκεια εντυπωσιακή και με την ίδια επάρκεια ανταποκρίνομαι ακόμα και σήμερα. Τότε ωστόσο συνειδητοποίησα, πως η έλλειψη του τρόπου να διδαχθεί η επιστήμη του θεάτρου, ήταν πολύ σημαντικός παράγοντας σε αυτή τη χώρα. Και το περιοδικό «Θεατρικά», μόνο αυτό, και με την συνεργασία μιας σπουδαίας δημοσιογράφου του θεατρικού ρεπορτάζ της εποχής εκείνης, της Σούλας Αλεξανδροπούλου επιχειρήσαμε μια πολύ μεγάλη καμπάνια με πολλές συνεντεύξεις και έρευνες, πάνω στο πόσο αναγκαίο είναι να δημιουργηθεί στην Ελλάδα έδρα θεατρικών σπουδών. Η σχολή δημιουργήθηκε, αλλά με τη γνωστή ρωμαίικη αμετροέπεια, ξαφνικά αποκτήθηκαν πολλές σχολές και έδρες και αυτή τη στιγμή υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός θεατρολόγων, επαρκώς ίσως καταρτισμένων κατά το πλείστον, οι οποίοι όμως δεν έχουν αντικείμενο. Δηλαδή, η πολιτεία τους άφησε χωρίς αντικείμενο, ενώ η ίδια πολιτεία αντιλήφθηκε την αναγκαιότητα, αλλά δεν προνόησε τι θα τους κάνει. Επίσης, εκλείπουν πια οι εμπειρικοί του θεάτρου, οι εμπειρικοί επί της θεωρίας του θεάτρου. Εγώ, επειδή  δίδαξα και ιστορία θεάτρου για πολύ μεγάλο διάστημα σε δραματικές σχολές, ένα μάθημα, μια γνώση που δεν την διέθετα επαρκώς όταν το ξεκίνησα, πλούτιζα ωστόσο τις γνώσεις μου, με διαβάσματα έρευνες στα αρχεία κυρίως, αναζητήσεις πρακτικές μεθόδους κατά το διάστημα που δίδασκα. Αυτό νομίζω πως μου εξασφαλίζει μια μοναδικότητα.  Έτσι θεωρώ πως αυτό-εκπαιδεύτηκα. Από εδώ και πέρα πέφτει το μπαλάκι στους νέους. Προσπαθήστε να μην είστε πάρα πολύ θεωρητικοί, αλλά να έχετε όσο μπορείτε και με όποιον τρόπο μπορείτε, τη γνώση του θεάτρου, της θεατρικής πράξης. Αναφορικά με μένα από ένα σημείο, από το ‘82 και μετά πέρασα και στην επαφή μου με την πράξη και μέχρι σήμερα έχω γράψει και σκηνοθετήσει πάνω από πενήντα έργα στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο και στο θέατρο. Νομίζω πως αυτό μου εξασφαλίζει μια ακόμη μοναδικότητα.

 

Με αφορμή τον τίτλο του περιοδικού «Τόπος Θεάτρου», πως βλέπετε το σημερινό θεατρικό τοπίο;

Η τέχνη σήμερα, παρουσιάζει μια εκτροπή. Ως άνθρωπος, μελετητής της στοιχειώδους ελληνικής ιστορίας μπορώ να σου πω πως και το προ-θέατρο εδώ γεννήθηκε και το προ-προ θέατρο εδώ γεννήθηκε, χωρίς αυτή η φράση να εμπεριέχει τον οποιοδήποτε εθνικό κομπασμό. Εδώ γεννήθηκαν όλες οι νύξεις, οι τάσεις, οι αναγκαιότητες κάτω από τις οποίες προέκυψε η επικοινωνία με το θείον και μέσα από αυτή την επικοινωνία με το θείον προέκυψε ο ιεροπράκτης ηθοποιός. Ένα είδος ιερέα, ο οποίος μεσολαβούσε ανάμεσα στο εκκλησίασμα, δηλαδή τους θεατές και στο θείον και μετέδιδε αυτή την ιερή καταληψία, τη μέθεξη. Απ’ την άποψη αυτή των αρχετυπικών  προαισθητικών μορφών θεάτρου, τις γιορταστικές τελετές με τα ποικίλα δρώμενα, τις μεγαρικές φάρσες που λίγο πολύ μας είναι γνωστές αλλά και ένα άλλο πλήθος μορφών που μόνο να τις υποθέσουμε μπορούμε μιας και δεν έχουμε συγκεκριμένες περιγραφές, ούτε καν ενδείξεις, ξέρουμε ωστόσο με βεβαιότητα πως εδώ υπήρξε Τόπος Θεάτρου.    

 

Μπορεί όμως, να υπάρξει καλό θέατρο μέσα σε μια καθημερινότητα οικονομικής κρίσης;

Ο Αλέξης Σολομός έλεγε πως οι δικτατορίες, οι κατοχές και γενικώς αυτές οι δύσκολες οικονομικές και κατά κάποιο τρόπο δεσμευτικές περίοδοι, αποτελούν μια πρώτης τάξεως κοπριά για το θεατρικό δέντρο. Και είναι αλήθεια πως αυτές οι δύσκολοι περίοδοι, όπως αυτή που περνάμε, έχει αυξήσει το ενδιαφέρον του κόσμου για το θέατρο και έχει ανεβάσει και το αισθητικό κριτήριο.

 

Μετά από μια ολόκληρη ζωή στο θέατρο, αν σας ζητούσα να δώσετε ένα εμπειρικό ορισμό για το θέατρο, τι θα λέγατε;

Το θέατρο, το γνήσιο θέατρο είναι κατ’ αρχήν ο ηθοποιός. Όλα τα άλλα είναι διάφορα θετικά ή περιττά φαινόμενα ανάλογα με τις ιστορικές εκφάνσεις, άλλοτε ακμής και άλλοτε παρακμής και μπορώ να σου πω πως αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε καταφάνερα σε μια περίοδο παρακμής. Απόδειξη πως δεν αναδεικνύονται  δραματουργοί.  Οι μεγάλοι μετριούνται στα δάχτυλα. Ας μην τους μνημονεύσουμε, γιατί λίγο πολλοί όλοι μας τους γνωρίζουμε. Όλες οι σπουδαίες περίοδοι του θεάτρου αξιώθηκαν από τη δραματουργία που είχαν να επιδείξουν. Γιατί το άπαν του εποχής, της μεγαλοσύνης η της μικρότητας της είναι οι συγγραφείς, είναι το έργο. Και δυστυχώς αυτό  που αναγκάζεται να κάνει ένας σκηνοθέτης εξ αιτίας της φτώχιας δραματουργημάτων και ρεπερτορίου είναι να επαναλαμβάνει παλαιά έργα επιχειρώντας να τα επικαιροποιήσει. Νομίζω πως είναι τόσα τα παρόμοια φαινόμενα καθημερινά σχεδόν ώστε δεν χρειάζεται ούτε να τα επισημάνουμε ούτε να τα σχολιάσουμε.